August 26th, 2016 → 3:47 pm @ Aris Aristidou
‘Βουλιάζει η ναυαρχίδα του Υπουργείου Γεωργίας’, ήταν η είδηση του Τύπου τις τελευταίες μέρες, που αναφερόταν στα αδιέξοδα του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Δυστυχώς δεν είναι μόνο το ΤΑΥ αλλά και πολλά άλλα Τμήματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα εγκατάλειψης με σοβαρότατες συνέπειες τόσο στο κόστος λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας αλλά πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των σκοπών της καλύτερης διακυβέρνησης και προόδου του Τόπου. Πιστεύω ότι η αναδιοργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας θάπρεπε απ’ εδώ να ξεκινήσει. Από το στήσιμο μιας σύγχρονης κυβερνητικής μηχανής, που να ανταποκρίνεται στις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες της Κύπρου.
Έχω κατά κόρον αναφερθεί στο θέμα του προγραμματισμού/συντονισμού του ευρύτερου Κυβερνητικού έργου, που έχει να κάμει με την ανάπτυξη, επικρίνοντας τη μοιραία απόφαση για ουσιαστική κατάργηση του Μηχανισμού Προγραμματισμού/Συντονισμού από διαδοχικές Κυβερνήσεις. Ακόμη και η Τρόικα ζήτησε την επαναφορά του θεσμού. Με ιδιαίτερη χαρά βλέπω τελευταία να γίνεται σκέψη για τη δημιουργία Υφυπουργείου Συντονισμού, το οποίο κανονικά θα πρέπει να αναλάβει τις δραστηριότητες του Γραφείου Προγραμματισμού, που σήμερα λειτουργεί ως Γενική Διεύθυνση Ευρωπαικών Προγραμμάτων, Συντονισμού και Ανάπτυξης. Πέραν της πολιτικής αναβάθμισης του θεσμού, ελπίζω να του δοθούν και τα μέσα για να είναι αποτελεσματικός.
Το Τμήμα Υδάτων επιτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά έργα στην Κύπρο μετά την Ανεξαρτησία. Με την τεράστια αύξηση της χωρητικότητας των φραγμάτων που προώθησε (6 εκ. κ.μ. νερού το 1960, 350 εκ. κ.μ. τώρα) και τη δημιουργία μονάδων αφαλάτωσης έχει ουσιαστικά λύσει το πρόβλημα προσφοράς νερού τόσο για τις υδρευτικές όσο και τις αρδευτικές ανάγκες μας. Για να μη πάθουμε όμως ό,τι πάθαμε δυο χρόνια μετά την πολυομβρία του 2004/5, όταν αναγκαστήκαμε να εισάξουμε με πλοία νερό από την Ελλάδα, εκείνο που χρειάζεται είναι η λελογισμένη χρήση των αποθεμάτων. Πέραν της καλύτερης οργάνωσης του Τμήματος για στενότερη παρακολούθηση της κατάστασης αναφορικά με τη χρήση και συντήρηση των αποθεμάτων και με έρευνα, θα πρέπει να προωθηθεί πιο συστηματικά η δημιουργία του Φορέα Υδάτων. Υπάρχει πράγματι μεγάλη διασπάθιση πόρων λόγω της ύπαρξης πολλών φορέων διαχείρισης του πολύτιμου αυτού αγαθού ενώ ελλείπει μια ενιαία πολιτική. Η εισήγησή μου είναι όπως το ίδιο το Τμήμα μετατραπεί σε Φορέα Υδάτων με τοπικά παραρτήματα τα σημερινά Συμβούλια Υδατοπρομήθειας.
Πέραν της κατασκευής έργων υδατικής υποδομής, από το Έκτακτο Σχέδιο 1977-1978 υιοθετήθηκε η ιδέα της ίδρυσης ενός κεντρικού φορέα για ‘τη χάραξη κι εφαρμογή ολοκληρωμένης υδατικής πολιτικής, τη διαχείριση των Κυβερνητικών υδατικών έργων και την εποπτεία και τον έλεγχο της διαχείρισης και λειτουργίας των Κοινοτικών υδατικών έργων, την κατανομή των υδατίνων πόρων της Νήσου είτε το νερό ανήκει στην Κυβέρνηση είτε σε χωριά είτε σε ιδιώτες, την αξιολόγηση των υδρολογικών κι άλλων συναφών στοιχείων παροχής και χρήσης ύδατος για τη διαμόρφωση οικονομικά ωφέλιμων σχεδίων αξιοποίησης των υδάτινων πόρων, και τον εκσυγχρονισμό της υδατικής νομοθεσίας’.
Παρόλο που η συνεισφορά του ευρύτερου γεωργικού τομέα έχει μειωθεί σημαντικά, ο τομέας παραμένει ζωτικότατης σημασίας γιατί έχει να κάμει με βασικά προιόντα διατροφής, την ενεργό και υγιή απασχόληση μεγάλου μέρους του πληθυσμού (επαγγελματική, ερασιτεχνική, μερική), την προστασία της υγιεινής διατροφής και της δημόσιας υγείας και την καλλιέργεια των πλείστων όσων από τις φυσικές επιστήμες, προαπαιτούμενο για έρευνα και τεχνολογική αναβάθμιση σε ένα Τόπο. Γι’ αυτούς κι άλλους λόγους, δόθηκε από την αρχή έμφαση στη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής (συνέχιση του Δασικού Κολλεγίου Προδρόμου, ίδρυση του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, διεξαγωγή πειραμάτων εκτροφής θαλασσίων ειδών καθώς και γλυκού νερού, ίδρυση γεωργικών και κτηνοτροφικών επαύλεων για ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας κλπ). Αυτά εν πολλοίς υπάρχουν και, πολύ φοβούμαι, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με το ΤΑΥ. Μήπως θάπρεπε να επεξεργαστούμε ένα πρόγραμμα ανασύστασης κι αναζωογόνησής τους στα πλαίσια των νέων δεδομένων της ΕΕ;
Μια και είμαστε στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Γεωργίας, ή καλύτερα Περιβάλλοντος, διερωτήθηκα πολλές φορές αν χρησιμοποιείται επαρκώς η Υπηρεσία Περιβάλλοντος, που ιδρύθηκε με πάρα πολύ κόπο στις αρχές της δεκαετίας 1990. Η σύσταση τέτοιου μηχανισμού, παρόλο που ξεκίνησε σχετικά νωρίς, άργησε να ολοκληρωθεί. Το 1970 η Επιτροπή Προγραμματισμού αποφάσισε τη δημιουργία μιας μικρής μονάδας διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος στο Τμήμα Δασών. Μια υποτυπώδης Υπηρεσία Φυσικού Περιβάλλοντος συστάθηκε εκ των ενόντων στο Τμήμα Δασών σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή. Έκτοτε η Υπηρεσία αναζητούσε μόνιμη εγκατάσταση για να ριζώσει κι αναπτυχθεί. Έτσι αναζητήσαμε το πιο φιλικό προς το περιβάλλον Υπουργείο με τις λιγότερες δυσμενείς επιπτώσεις και αρνητικές δεσμεύσεις λόγω των άλλων του λειτουργιών. Στο τέλος αποφασίστηκε η δημιουργία της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος στο Υπουργείο Γεωργίας στις αρχές της δεκαετίας 1990. Σαν Υπουργός Εργασίας συνεργάστηκα με τον τελευταίο εμπειρογνώμονα και βοήθησα να υπερπηδηθούν τα εμπόδια στην ίδρυση της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος. Το Τμήμα Επιθεώρησης Εργοστασίων, αρμόδιο για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στον τόπο εργασίας, είχε λόγο και για τους εκπεμπόμενους ρύπους των εργοστασίων, που μπορούσαν να μολύνουν την ατμόσφαιρα και πέραν του εργοστασιακού χώρου. Μέσα στα πλαίσια αυτά σταδιακά καλύφθηκε νομοθετικά η προστασία των νερών, της ατμόσφαιρας και του εδάφους από βιομηχανική ρύπανση, ο έλεγχος των επικίνδυνων ουσιών και του θορύβου από βιομηχανικές πηγές, καθώς κι η ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στους τόπους εργασίας. Μήπως οι δυο περιβαλλοντικές Υπηρεσίες θάπρεπε να συνεργαστούν;
Δρ Ιάκωβος Αριστείδου