July 20th, 2012 → 2:26 am @ Aris Aristidou
Η Ευρωπαική ενοποίηση, όπως την ονειρεύτηκαν οι μεγάλοι οραματιστές ευρωπαίοι ηγέτες τη δεκαετία του 1950, διέρχεται μια μεγάλη κρίση μαζί με την παρούσα διεθνή οικονομική κρίση, σε σημείο που διάχυτη είναι η εντύπωση ότι η όλη προσπάθεια των τελευταίων έξι δεκαετιών μπορεί να ναυαγήσει. Κι η Ευρώπη να επανέλθει στην παλιά κατάσταση των εθνικών κρατών, των περιοριστικών συνόρων και των φυλετικών διαχωρισμών κι ανταγωνισμών. Για όσους παρακολούθησαν τις εξελίξεις, ιδιαίτερα μετά το 1957, οι παρούσες δυσκολίες δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται, ίσως όχι τόσο έντονες. Κι όμως ξεπεράστηκαν λόγω του κοινού οράματος, της ευρωπαικής ενοποίησης. Ελπίζω και πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα, έστω και με μια κάποια καθυστέρηση.
Ανεξάρτητα από κάποιες επιμέρους ιδιαιτερότητες σε κάποιες Χώρες-Μέλη, που μπορεί να δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κι οι μηχανισμοί, που στήθηκαν, πρέπει να συνειδητοποιήσουν πρώτιστα τις συμφυείς/ενυπάρχουσες δυσκολίες της επιδιωκόμενης ενοποίησης στον οικονομικό τομέα, που είναι το θέμα μου στο σημείωμα αυτό κι ανάλογα να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους. Ένας επίσης σοβαρός παράγοντας, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι κι οι διεθνείς εξελίξεις, ιδιαίτερα όπως διαμορφώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και των άλλων συναλλαγών (ΓΚΑΤΤ).
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, που μετέτρεψε την ΕΟΚ σε ΕΕ, συνέπεσε διαχρονικά με τη νέα συνθήκη της ΓΚΑΤΤ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πριν απ’ αυτό, αλλά κυρίως μετά, συντελέστηκε μια μετατόπιση πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων, των ούτω καλούμενων ‘έντασης εργασίας’, από τις ‘αναπτυγμένες’ χώρες της Ευρώπης προς άλλες χώρες όπου υπήρχαν άφθονα και φτηνά εργατικά χέρια κι ανικανοποίητη αγορά. Τούτο ωφέλησε κι εξακολουθεί να ωφελεί τις πρώτες, ελάχιστα όμως βοήθησε τις ‘λιγότερο αναπτυγμένες’ χώρες της Ευρώπης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τις έβλαψε τόσο από πλευράς επενδύσεων όσο κι από πλευράς διάθεσης των δικών τους προιόντων κι υπηρεσιών. Δόθηκε τότε μέσω των διαρθρωτικών κι άλλων προγραμμάτων της ΕΕ βοήθεια για ‘ανάπτυξη’ των χωρών αυτών χωρίς να σημαίνει ότι διοχετεύτηκαν πρόσθετα κεφάλαια για το σκοπό αυτό. Η Κύπρος π.χ. εξακολουθεί να συνεισφέρει κάθε χρόνο περισσότερα στον προυπολογισμό της ΕΕ από ό,τι παίρνει μέσω των προγραμμάτων αυτών. Εάν μάλιστα προστεθεί κι η επιβάρυνση του ισοζυγίου πληρωμών των ‘λιγότερο αναπτυγμένων’ χωρών λόγω των αυξημένων εισαγωγών κεφαλαιουχικών κι άλλων αγαθών από τις πρώτες με τη μέθοδο της παροχής εύκολων πιστώσεων σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι παράξενο που βρέθηκαν ξαφνικά λόγω της κρίσης καταχρεωμένες.
Η επιχειρούμενη μέθοδος επίλυσης του προβλήματος των χρεών των πιο πάνω χωρών μέσω της εισαγωγής μέτρων λιτότητας μόνο δε βοηθά στην ευρωπαική ολοκλήρωση γιατί οδηγεί στη δημιουργία χωρών δύο ταχυτήτων, στις απαρχές της δημιουργίας της ΕΟΚ. Μια τέτοια κατάσταση θα εγκυμονεί πάντοτε κινδύνους διάσπασης. Είναι φανερό ότι η απάντηση στο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη όλων των Κρατών-Μελών pari passou μέσα στις διεθνείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Ασφαλώς κάθε κακοδιαχείριση και σπατάλη θα πρέπει να παταχθεί. Όμως θα πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί που να βοηθούν την ανάπτυξη, κάτι που επιχείρησε ο ΟΗΕ για τις αναπτυσσόμενες χώρες από της ίδρυσής του. Θα ήταν βέβαια ουτοπία να αναμένει κανένας όλες οι ευρωπαικές χώρες να έχουν το ίδιο μοντέλλο ανάπτυξης. Κάθε χώρα θα πρέπει να αναπτυχθεί με βάση τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως θα πρέπει να είναι η βιωσιμότητα της επιχειρούμενης ανάπτυξης. Και για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη θα πρέπει να στηρίζεται στην επιστήμη και την τεχνολογία. Οι δραστηριότητες που θα προωθούνται θα πρέπει να έχουν τεχνολογικό βάθος, να έχουν ως βάση μια ή περισσότερες από τις θετικές επιστήμες είτε στη φύση είτε στην οργάνωσή τους. Η συστηματική καλλιέργεια της επιστήμης και τεχνολογίας στις οικονομικές δραστηριότητες μιας χώρας διασφαλίζει περισσότερο τη μονιμότητά τους και τη μετεξέλιξή τους στη παραγωγή νέων προιόντων κι υπηρεσιών όταν χρειαστεί.
Στο μεταξύ όμως θα πρέπει να γίνουν σεβαστά και να ενισχυθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας από τις λιγότερο αναπτυγμένες για να τους δοθεί ο απαραίτητος χρόνος να ‘εκσυγχρονιστούν’. Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η Κύπρος αμέσως μετά την εισβολή προώθησε την καθιέρωσή της σε περιφερειακό, οικονομικό κι εμπορικό κέντρο σαν αντίδοτο στην απώλεια άλλων παραγωγικών πόρων. Από το 1975 υιοθέτησε χαμηλό ποσοστό φόρου εισαγομένων κερδών από δραστηριότητες στο εξωτερικό τόσο για ντόπιες όσο και για υπεράκτιες εταιρίες (4,25%) και εισήγαγε το σύστημα εξωτερικών λογαριασμών για διευκόλυνση των εξωτερικών συναλλαγών. Σιγά σιγά τα μέτρα αυτά απέδωσαν καρπούς. Σήμερα η οικονομία της Κύπρου στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις διεθνείς δραστηριότητες παρόλο που το ποσοστό φόρου ανέβηκε στο 10% για να εναρμονιστεί με τη φορολογία των ντόπιων εταιριών. Πώς μπορεί να γίνεται καν σκέψη στην ΕΕ για κατάργηση αυτού του ζωτικού συγκριτικού πλεονεκτήματος για μια Χώρα- Μέλος; Αλλά κι αν υπάρξει αδήριτη ανάγκη για κάτι τέτοιο για σκοπούς εναρμόνισης κι ολοκλήρωσης της ευρωπαικής ενοποίησης, θα πρέπει να δοθεί το αναγκαίο χρονικό περιθώριο και τα απαραίτητα μέσα για να καλλιεργηθούν άλλες διέξοδοι. Η επιχειρηθείσα ενοποίηση με την εισαγωγή κοινού νομίσματος για χώρες σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης χωρίς να δημιουργηθούν οι αναγκαίοι ευρωπαικοί μηχανισμοί χρηματοπιστωτικού ελέγχου είχε τα γνωστά αποτελέσματα.