August 24th, 2016 → 3:31 pm @ Aris Aristidou
Ήταν πάντοτε πεποίθησή μου ότι η λύση Ομοσπονδίας για ένα μικρό κράτος θα ήταν ένα δαπανηρό εγχείρημα, και μια πρόχειρη λύση θα αποτελούσε εστία αναταραχής μεταξύ των δύο Κοινοτήτων. Για τους λόγους αυτούς, κάθε δυνατή οικονομία έπρεπε να προβλέπεται στο νέο σχήμα. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα σε μια μικρή πόλη της Ευρώπης, όπως είναι η Κύπρος, να υπάρχουν τόσες Αρχές με τις ανάλογες δαπάνες. Πίστευα ότι η πρωτοβουλία της διαμόρφωσης των πλαισίων λύσης έπρεπε να προέλθει από εμάς. Δυστυχώς, για λόγους ευθυνοφοβίας, επιλέγαμε σχεδόν πάντοτε την εύκολη οδό της αναμονής προτάσεων από τα Ην. Έθνη κι αλλαχού. Κι ενώ εμείς υπήρξαμε τα θύματα της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας, με την απόρριψή τους κινδυνεύουμε να θεωρηθούμε ως η αδιάλλακτη πλευρά.
Σε ό,τι ακολουθεί παρατίθενται μερικές σκέψεις που υπέβαλα για την οικονομική πτυχή της λύσης του Κυπριακού με αφορμή το αρχικό Σχέδιο Ανάν, που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία της οικονομίας μιας Ομοσπονδίας με τον πιο οικονομικό τρόπο και την άσκηση μιας σωστής οικονομικής/νομισματικής κι αναπτυξιακής πολιτικής. Στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας βιώσιμης λύσης για τα θέματα αυτά κατ’ ανάγκην κάποιος θα αγγίξει άλλες πτυχές, όπως το εδαφικό, το προσφυγικό, το θέμα των εποίκων, η οργάνωση των δυο Πολιτειών και του Κοινού Κράτους, το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η ομοσπονδιακή λύση είναι πολύ πιο δαπανηρή από εκείνην του ενιαίου κράτους. Δεν είναι μόνο τα λειτουργικά έξοδα που πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο υποφερτά, αλλά περισσότερο θα πρέπει να αποφευχθεί η επιβολή οιωνδήποτε υποχρεώσεων στη μια πλευρά, τις οποίες θα εκμεταλλεύεται η άλλη ή θα παρεμποδίζουν τις προσπάθειες για ορθή οικονομική πολιτική.
Παρόλο που από τη φύση της η ομοσπονδία ενέχει το στοιχείο της επανάληψης κι επικάλυψης, η προβολή οιωνδήποτε εισηγήσεων εξοικονόμησης πόρων και που διασφαλίζουν την άσκηση ορθής οικονομικής, νομισματικής κι αναπτυξιακής πολιτικής για όλους θα εξεταστεί ευνοϊκά από έναν καλοπροαίρετο μεσολαβητή. Δεν είναι απαραίτητο οι Συνιστώσες Πολιτείες να διατηρούν οι ίδιες εμπορικές κι άλλες σχέσεις με άλλες χώρες, κάτι που θα απαιτούσε πρόσθετες Υπηρεσίες κι έξοδα. Συνταγματικές πρόνοιες, όπως εκείνη που αναφέρεται στον διαχωρισμό των αξιωματούχων των Πολιτειών και της Κεντρικής Κυβέρνησης θα οδηγήσουν και πάλι στην αύξηση του κόστους λειτουργίας των διαφόρων θεσμών.
Ο τρόπος χρηματοδότησης των Προϋπολογισμών των Πολιτειών έχει μεγάλη σημασία για τη βιωσιμότητα της λύσης. Αν και η ε/κ πλευρά, η πιο ισχυρή οικονομικά, θα κληθεί να αναλάβει συγκριτικά μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης, θα πρέπει η διευθέτηση που θα γίνει από τη μια μεριά να μην καταλήξει σε εκμετάλλευσή της κι από την άλλη να μη λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην κοινή προσπάθεια για εξοικονόμηση πόρων και για ανάπτυξη.
Για τους λόγους αυτούς κάθε Πολιτεία θα πρέπει να αναλάβει τα δικά της χρέη, εκτός αν έγιναν για έργα που θα μεταβιβαστούν στο Κοινό Κράτος, η κατανομή των εσόδων της Κεντρικής Κυβέρνησης προς τις δυο Πολιτείες να γίνεται με υγιή οικονομικά κι αναπτυξιακά κριτήρια κι όχι απλά με βάση «ανάγκες» ή τον πληθυσμό (που μπορεί να αλλοιωθεί κατά τη λύση ή αργότερα), ο βαθμός «χαλαρότητας» της Ομοσπονδίας να λάβει υπόψη και την εξοικονόμηση κόστους στην κυπριακή οικονομία κλπ.
Όμως πιο σοβαρές επιπτώσεις θα υπάρξουν στην άσκηση ορθής οικονομικής κι αναπτυξιακής πολιτικής εάν ισχύσουν σοβαροί περιορισμοί στη διακίνηση και χρήση των βασικών συντελεστών παραγωγής, των ατόμων (περιορισμός εγκατάστασης), των κεφαλαίων (ανάκτηση ιδιωτικών επιχειρήσεων, ελευθερία επενδύσεων) και της γης (επανάκτηση περιουσιών), καθώς κι άλλες παρεμβολές στην άσκηση μιας σωστής πολιτικής. Παρόλο που η δική μας πλευρά θα ευνοούσε την ανυπαρξία τέτοιων περιορισμών και την ενίσχυση της Κεντρικής Κυβέρνησης, η λύση πρέπει να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης ώστε κάθε Πολιτεία να είναι υπεύθυνη για τα του οίκου της και να μη στηρίζεται υπέρμετρα στην Κεντρική Κυβέρνηση για κάλυψη των ελλειμμάτων της.
Πέραν τούτων, θα πρέπει να προσεχθεί ώστε να μην καταστρατηγείται η έννοια της ενιαίας οικονομικής, νομισματικής κι αναπτυξιακής πολιτικής, που θα οδηγεί μάλιστα στην υπόσκαψη και τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων των δύο μερών. Η ευχή, που αναφέρεται στο Σχέδιο Ανάν, για την ανάγκη συντονισμού κι εναρμόνισης των ενεργειών των δύο Πολιτειών, θα πρέπει να αντικατασταθεί με πρόβλεψη μιας συγκεκριμένης διαδικασίας εξέτασης και λήψης αποφάσεων σε θέματα που μπορεί να αναφυούν στο μέλλον.
Όπως εισηγηθήκαμε τότε, θα μπορούσαν να βρεθούν αποδεκτές λύσεις για την εξασφάλιση εξ υπαρχής της ελεύθερης διακίνησης των συντελεστών παραγωγής μεταξύ των δύο Πολιτειών. Ιδιαίτερα στο θέμα της ελεύθερης εγκατάστασης, εφόσον η καθεμιά θα έχει την ευχέρεια να περιορίζει την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων σ’ αυτό, γιατί να μη δικαιούνται όλοι οι πρόσφυγες να πάνε στα μέρη τους και μόνο ένα ποσοστό να έχει δικαίωμα ψήφου εκεί εφόσον πληρούνται κάποια κριτήρια (ιδιοκτησία, μονιμότητα καταγωγής). Οι υπόλοιποι θα ψηφίζουν στην Πολιτεία της «εθνικής» τους καταγωγής.
Με αυτόν τον τρόπο ικανοποιείται το δίκαιο αίτημα επιστροφής όλων των εκτοπισθέντων στους τόπους τους. Η με αυτόν τον τρόπο δημιουργία δυο κατηγοριών πολιτών σε κάθε Πολιτεία θα μπορούσε να απαλειφθεί σε βάθος χρόνου στο πλαίσιο της Ε.Ε., κάτι που θα μπορούσε να ισχύσει και σε άλλες περιπτώσεις, νοουμένου ότι δεν αποκλείονται εξ υπαρχής.
ΔΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ