May 10th, 2018 → 5:39 pm @ Aris Aristidou
‘Ό,τι δε λύεται, κόβεται’! Αυτή την τακτική φαίνεται να ακολουθούμε και τώρα στην περίπτωση της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας. Το ίδιο κάναμε τότε και με τις άλλες τράπεζες, που παρουσίασαν παρόμοια προβλήματα. Με τη λύση που προωθείται απλά θα προσθέσουμε ακόμη μια εμπορική τράπεζα. Και τί γίνεται με τον συνεργατισμό, που καλλιεργούσαμε από το 1914 και που είναι απαραίτητος σε μια μικρή οικονομία; Το ό,τι οι ιθύνοντες τον συνεργατισμό περιέπεσαν πολλές φορές σε σοβαρά σφάλματα δεν είναι δικαιολογία να εξαφανίσουμε τη διευθέτηση αυτή. Με τη λύση που προωθείται, όχι μόνο τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα μετατρέπονται σε ‘εμπορικές’ τράπεζες, αλλά κι οι άλλες συνεργατικές, που βοηθούσαν τoυς μικροπαραγωγούς σε πολλούς τομείς, θα εξαφανιστούν εκτός εάν φροντίσουμε παράλληλα να γίνει μια διευθέτηση να δίδεται κάποια προτεραιότητα στη χρηματοδότησή τους από το νέο τραπεζικό σύστημα.
Η ΣΚΤ ιδρύθηκε το 1937 με σκοπό την αυτοχρηματοδότηση του συνεργατικού κινήματος. Η Τράπεζα δεχόταν καταθέσεις τα πλεονάσματα των εύπορων συνεργατικών και παραχωρούσε δάνεια με ευνοϊκούς όρους σε άλλα, που στη συνέχεια παραχωρούσαν στα μέλη τους βραχυπρόθεσμες πιστώσεις. Πέραν από την αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση δανείων, η ΣΚΤ προμήθευε τους αγρότες με διάφορα γεωργικά χρειώδη και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της κυβέρνησης για την χρηματοδότηση διαφόρων αναπτυξιακών γεωργικών προγραμμάτων. Το ίδιο μπορούσε να κάμει και σε άλλους συνεργατιστές μικροεπιχειρηματίες.
Η τραγική εμπειρία με τις εμπορικές τράπεζες φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Παραδοσιακά η Κεντρική Τράπεζα δεν υπεισερχόταν στην κατανομή των πιστώσεών τους. Πέραν της ρύθμισης του ολικού ποσού των δανειοδοτήσεων μέσω του ποσοστού ρευστότητας, που οι τράπεζες έπρεπε να διατηρούν για σκοπούς συνολικής ζήτησης, μπορούσαν να διαμορφώσουν οι ίδιες τη δανειοδοτική τους πολιτική. Τούτο σήμαινε πολλές φορές οι τράπεζες να ακολουθούν άλλη κατανομή των πιστώσεών τους από εκείνη που τα Σχέδια Ανάπτυξης επιζητούσαν. Οι τράπεζες κατά κανόνα έδιδαν δάνεια σε όσους διέθεταν εμπράγματη εγγύηση. Με αυτό τον τρόπο πολύ καλές ιδέες για επιχειρηματικές δραστηριότητες έμεναν απραγματοποίητες ελλείψει γης ή άλλης εμπράγματης αξίας για υποθήκευση. Έτσι υπήρχε θέμα ορθής διοχέτευσης των αποταμιεύσεων, που με πολλά κίνητρα η Κυβέρνηση προσπαθούσε να αυξήσει.Τελικά δεν είναι παράξενο που σήμερα παρουσιάζονται τόσα πολλά ακίνητα προς πώληση για εξόφληση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό έγιναν κατά καιρούς διάφορες ενέργειες. Ιδρύθηκε από την Κυβέρνηση η Τράπεζα Αναπτύξεως κι ενισχύθηκε το Κυβερνητικό Ταμείο Δανειστικών Επιτρόπων. Όμως το πρόβλημα έγινε ιδιαίτερα οξύ μετά την εισβολή. Μέσα στα Έκτακτα Σχέδια συμφωνήσαμε με την Κεντρική Τράπεζα να ζητηθεί από τις Εμπορικές Τράπεζες να δεσμεύσουν ποσοστό 3% των καταθέσεών τους για δανειοδότηση έργων προτεραιότητας. Τούτο ονομάσαμε Ταμείο Προτεραιότητας, ευρίσκετο στις Τράπεζες, ελεγχόταν από την Κεντρική Τράπεζα και εχρησιμοποιείτο για δανειοδότηση εκείνων των έργων/σχεδίων που καθόριζε το Γραφείο Προγραμματισμού. Στην περίπτωση των εκτοπισθέντων και παθόντων, που δε διέθεταν εμπράγματη εγγύηση, η Κυβέρνηση παρείχε ανάλογη εγγύηση μέσω του Ειδικού Ταμείου Παροχής Κυβερνητικών Εγγυήσεων. Το σχέδιο είχε τεράστια επιτυχία όσο ίσχυσε.
Η θεαματική ανάκαμψη της οικονομίας οδήγησε τη Διεθνή Τράπεζα να θέσει θέμα ‘αποφοίτησής’ μας στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Προβάλαμε τότε αντίρρηση γιατί έπρεπε να αρχίσει η αναδιάρθρωση και τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, ενώ η χώρα βρισκόταν υπό ημικατοχή με ανοικτές ακόμη τις πληγές της εισβολής. Ζητήσαμε, μεταξύ άλλων, την επανάληψη του πρώτου δανείου βιομηχανικής ανάπτυξης για τις ανάγκες αναβάθμισής της και την θεσμοθέτηση του Ταμείου Προτεραιότητας υπό την ευθύνη των Δανειστικών Επιτρόπων ή της Τράπεζας Αναπτύξεως. Παρόλη την ανάμειξη της Διεθνούς Τράπεζας στο όλο εγχείρημα, οι τράπεζες δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στη διευθέτηση αυτή. Το δάνειο της Διεθνούς Τράπεζας πήγε τελικά στην Τράπεζα Αναπτύξεως.
Από την εποχή εκείνη και μέχρι και την αποχώρησή μου από την Κυβέρνηση το 1993, κατέβαλα πολλαπλές προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος της εξεύρεσης πόρων χρηματοδότησης των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων της οικονομίας. Η Τράπεζα Αναπτύξεως δε διέθετε μηχανισμό συγκέντρωσης καταθέσεων από το κοινό κι έτσι βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, γιατί έπρεπε να δανειστεί από το εξωτερικό πόρους με πολύ ψηλότερο κόστος. Ζητήσαμε να διερευνηθεί η περίπτωση της συμμετοχής των εμπορικών τραπεζών στο κεφάλαιο της Τράπεζας Αναπτύξεως ταυτόχρονα με τη διοχέτευση μέρους των καταθέσεών τους μέσω της για έργα που οι ίδιες δεν ήταν σε θέση να προωθήσουν. Κι αυτή η προσπάθεια έπεσε στο κενό. Έτσι η Τράπεζα Αναπτύξεως παρέμεινε ο φτωχός συγγενής του τραπεζικού συστήματος παρά τη τεράστια συμβολή της στην ανάπτυξη της Κύπρου πριν και μετά την εισβολή. Στη συνέχεια μετατράπηκε κι αυτή σε μια εμπορική τράπεζα.
Μέχρι σήμερα το πρόβλημα του ποιοτικού ελέγχου των τραπεζικών πιστώσεων δεν έχει λυθεί. Οι οδηγίες των εποπτικών οργάνων έγιναν με το πέρασμα του χρόνου περισσότερο ουδέτερες στα θέματα αυτά. Στόχος ήταν πάντοτε και εξακολουθεί να είναι και τώρα υπό το καθεστώς της Ε.Ε. σταθεροποιητικός, δηλαδή αποφυγή νομισματικών και πιστωτικών ανισορροπιών. Χωρίς να υποβαθμίζω τη σημασία των επιδιώξεων αυτών, πιστεύω ότι θα εξυπηρετούσε καλύτερα την ανάπτυξη εάν υπήρχαν και κάποιες ποιοτικές ρυθμίσεις των τραπεζικών πιστώσεων, όπως αυτές που περιέγραψα πιο πάνω, δηλαδή ένα μέρος τούτων να χρησιμοποιείται για χρηματοδότηση έργων προτεραιότητας. Δυστυχώς δεν νομίζω πως οι σχετικοί μηχανισμοί της ΕΕ ασχολούνται με τέτοια θέματα, όπως απέδειξε η λύση που έδωσαν στην τραπεζική κρίση του 2012/13.