August 27th, 2016 → 4:14 pm @ Aris Aristidou
Οι επέτειοι της εισβολής φέρνουν στην μνήμη μας τις αγωνίες και τους εφιάλτες για το μέλλον, που ζήσαμε εκείνες τις μέρες. Αφού είδαμε τα όνειρα για μια αναπτυγμένη κι ευημερούσα Κύπρο να γίνονται μέσα σε λίγες ώρες συντρίμμια, ξεπήδησε το πείσμα για θετική αντίδραση κι επιβίωση. Ήταν η ώρα της Δημόσιας Υπηρεσίας, της πάντα καταφρονημένης και χλευαζόμενης. Λόγω της κατάστασης οι πολιτικοί/κομματικοί θεσμοί βρίσκονταν υπό διωγμό ή ανασύσταση, όπως και η ίδια η Κυβέρνηση. Ο ιδιωτικός τομέας αναζητούσε ακόμη τα κομμάτια του ύστερα από τα πλήγματα στις οικονομικές μονάδες στις Kατεχόμενες Περιοχές και την αποσύνθεση ολόκληρης της κυπριακής οικονομίας. ‘Ομως η Δημόσια Υπηρεσία ήταν εκεί. Όλοι προσέτρεχαν σ’ αυτή για καθοδήγηση, ενθάρρυνση και συμπαράσταση, ηθική κι άλλη. Κι η Υπηρεσία ανταποκρίθηκε με εξαιρετική ικανότητα κι επάρκεια στις προκλήσεις των καιρών και τις περιστάσεις. Ήταν ‘οι ωραιότερες ώρες’ της Δημόσιας Υπηρεσίας της Κύπρου, για να δανειστώ μια ρήση από τον Τσώρτσιλ. Όλες οι Υπηρεσίες ήρθησαν στο ύψος των περιστάσεων της δικής μας Δουγκέρκης κι έγραψαν τη δική τους ιστορία στον αγώνα για αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της τουρκικής εισβολής.
Κι εμείς, ως Γραφείο Προγραμματισμού, που, σύμφωνα με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, μας αφορούσε κάθε τι που συνέβαινε στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, δεν μπορούσαμε να μείνουμε αδρανείς μπροστά στη λαίλαπα του Αττίλα, που επέφερε καίρια πλήγματα στην κοινωνική κι οικονομική τάξη του Τόπου. Πρώτο μέλημά μας ήταν η επαφή με τις άλλες Υπηρεσίες ενθαρρύνοντάς τις να συνεχίσουν την εκτέλεση των έργων και σχεδίων του εγκεκριμένου Προυπολογισμού, όπου ήταν εφικτό, και να προχωρήσουν στην επεξεργασία και υποβολή νέων έργων και σχεδίων για αντιμετώπιση των νέων αναγκών. Το ίδιο μήνυμα κινητοποίησης κι ενθάρρυνσης δώσαμε προς κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα στους Οργανισμούς Δημόσιας Ωφελείας, την Τράπεζα Αναπτύξεως και τις Τοπικές Αρχές. Για τον ίδιο σκοπό είχαμε επαφές με πολλούς εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα, από τις οποίες βγάλαμε και τα συμπεράσματά μας αναφορικά με την πολιτική επαναδραστηριοποίησης που έπρεπε να εισηγηθούμε προς την Κυβέρνηση και να ακολουθήσουμε. Χαρακτηριστικό είναι ότι τρεις μέρες μετά την πρώτη κατάπαυση του πυρός κι όταν ακόμη οι Τούρκοι εισβολείς κατείχαν μόνο το τρίγωνο Λευκωσίας-Κερύνειας έστειλα στις 26 Ιουλίου 1974 εγκύκλιο σε όλους τους Λειτουργούς του Γραφείου για την ανάγκη ετοιμασίας Προγράμματος Άμεσης Οικονομικής Δράσης. Η εγκύκλιος έλεγε:
‘Εν όψει των τελευταίων γεγονότων και της κατάστασης που δημιουργήθηκε, είναι απαραίτητη η λήψη διαφόρων μέτρων κι η εκτέλεση διαφόρων έργων από την Κυβέρνηση για επαναφορά της οικονομικής ζωής στην ομαλότητα. Πιστεύω ότι τα διάφορα Υπουργεία και Τμήματα λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα για αντιμετώπιση των πιο επειγουσών αναγκών. Πέραν τούτου, όμως, σύντομα θα παραστεί ανάγκη εφαρμογής ενός σχεδίου άμεσης δράσης για αναζωογόνηση της οικονομίας. Ως εκ τούτου είναι άκρως αναγκαίο όπως ετοιμαστεί ένα τέτοιο σχέδιο. Παρακαλείται κάθε Λειτουργός Προγραμματισμού όπως ετοιμάσει σύντομο σημείωμα που να περιέχει: Σκέψεις πάνω στις γενικότερες κατευθυντήριες γραμμές οικονομικής δράσης από μέρους της Κυβέρνησης και εισηγήσεις για συγκεκριμένα μέτρα και σχέδια προς αντιμετώπιση των ειδικών προβλημάτων του τομέα, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του. Κάθε Λειτουργός Συντονισμού/Διοικητικός Λειτουργός παρακαλείται να προβεί σε : Ανασκόπηση του παρόντος Προυπολογισμού (Αναπτύξεως) κατά κεφάλαιο για εξακρίβωση των δυνατών εξοικονομήσεων για τους υπόλοιπους μήνες του 1974 κι επισήμανση εκείνων των έργων του Προυπολογισμού, των οποίων η εκτέλεση θα πρέπει να επιταχυνθεί λόγω των περιστάσεων (π.χ. έργα που δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης σ’ όλη τη Νήσο) καθώς κι επισήμανση τυχόν συνεπειών λόγω της κατάστασης πάνω στις υποχρεώσεις της Κυβέρνησης που απορρέουν από υφιστάμενα συμβόλαια κλπ’.
Οι πιο πάνω ενέργειες του Γραφείου υιοθετήθηκαν πλήρως από ευρεία σύσκεψη που έγινε στις 5 Αυγούστου 1974 στο Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών και Προέδρου της Επιτροπής Προγραμματισμού, μ. Αντρέα Πατσαλίδη, ο οποίος στο μεταξύ ανέλαβε ξανά το Υπουργείο με την ομαλοποίηση μετά την οικειοθελή απομάκρυνσή του λόγω του Πραξικοπήματος. Σε επιστολή μου προς τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων την επαύριον 6ην Αυγούστου 1974 έλεγα: Έχω εντολή να αναφερθώ στη συνεδρία που έγινε στο Γραφείο του Υπουργού Οικονομικών στις 5 Αυγούστου 1974, στην οποία συζητήθηκε κυρίως το θέμα της επαναδραστηριοποίησης της οικονομικής ζωής του Τόπου και να σας παρακαλέσω να υποβάλετε το ταχύτερο προτάσεις αναφορικά με: Τις δυνατές εξοικονομήσεις από τα ψηφισθέντα κονδύλια του Τακτικού Προυπολογισμού και του Προυπολογισμού Αναπτύξεως του 1974 ξεχωριστά, τις ανάγκες για αύξηση των εγκεκριμένων κονδυλίων των Προυπολογισμών ξεχωριστά με τα αναγκαία δικαιολογητικά, κατάλογο εγκεκριμένων σχεδίων και έργων αναπτύξεως, που ενδείκνυνται υπό τις περιστάσεις να προωθηθούν αμέσως, νέα σχέδια και έργα αναπτύξεως, που ενδείκνυνται κι είναι δυνατόν υπό τις περιστάσεις να προωθηθούν (για τα έργα αυτά να δοθεί η υπολογιζόμενη ολική δαπάνη, ο προβλεπόμενος αριθμός των εργατών που θα χρησιμοποιηθούν, καθώς επίσης κι ο χρόνος δυνατής έναρξής των) και μέτρα πολιτικής, που πρέπει να ληφθούν από μέρους της Κυβέρνησης για σκοπούς επαναδραστηριοποιήσεως των διαφόρων τομέων υπό τη δικαιοδοσία κάθε Υπουργείου. Θα βοηθούσε τα μέγιστα αν κάθε ένας από σας συνέτασσε κατάλογο με τις ζημιές που έγιναν στους διάφορους τομείς της αρμοδιότητάς σας και υποδείκνυε το είδος οικονομικής κι άλλης βοήθειας που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από ξένες Κυβερνήσεις και Διεθνείς Οργανισμούς’.
Κι ενώ προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε τις πρωτόγνωρες καταστροφικές συνέπειες του πρώτου γύρου της Τουρκικής εισβολής, ήλθε η ολοκλήρωση του σχεδίου Αττίλα με τη δεύτερη φάση της προέλασης των Τουρκικών στρατευμάτων στις 14 Αυγούστου και την κατάληψη του 37% του Κυπριακού εδάφους, του πιο παραγωγικού και πιο ανεπτυγμένου μέχρι τότε. Οι προσπάθειες τώρα για κινητοποίηση των δυνάμεων που απέμειναν για επούλωση των τεράστιων πληγών που άνοιξε η εισβολή και κατοχή κι επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας κατέστησαν ακόμα πιο έντονες. Λίγες μέρες μετά τη νέα κατάπαυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, έστειλα στις 23 Αυγούστου εγκύκλιο προς τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων καλώντας τους και πάλι για συστηματική δραστηριοποίηση:
‘Ενόψει των συνθηκών που επικρατούν στη Νήσο, αποφασίστηκε να μεριμνήσετε το γρηγορότερο κι όπου τούτο είναι εφικτό ώστε: Να επαναρχίσουν οι εργασίες για την εκτέλεση των εγκεκριμένων και συνεχιζόμενων έργων ή σχεδίων, να προωθηθεί η υλοποίηση των έργων και σχεδίων, για τα οποία γίνεται πρόνοια στο φετινό Προυπολογισμό Ανάπτυξης, να προωθηθεί η επεξεργασία κι υποβολή για τα περαιτέρω προτάσεων και σχεδίων για εντελώς νέα έργα κατά προτίμηση έργα που από τη μια θα είναι παραγωγικά κι από την άλλη θα προσφέρουν όσο το δυνατό περισσότερη απασχόληση σε εργατικό δυναμικό. Θα ευχαριστηθώ πολύ εάν επιληφθείτε του θέματος το συντομότερο δυνατό’.
Πέραν της κινητοποίησης των Επιτροπών, που είχαν άμεση σχέση με το Μηχανισμό Προγραμματισμού, συμμετείχαμε ως Γραφείο σε Επιτροπές που συστάθηκαν στα διάφορα Υπουργεία για να καλύψουν τις ειδικές ανάγκες των Τμημάτων τους, καθώς και σε Διυπουργικές Επιτροπές, που κάλυπταν ευρύτερα θέματα. Επιπλέον αναλάβαμε ειδικές αποστολές για τη μελέτη εξειδικευμένων θεμάτων μέσω της σύστασης Επιτροπών ή συμμετέχοντες σε άλλες, ενώ σε περιπτώσεις που κάποιος τομέας ή θέμα δεν μπορούσε να αναληφθεί από κάποιο Υπουργείο κάναμε τις δικές μας διευθετήσεις για ανάπτυξη της ενδεικνυόμενης δράσης (πχ συγκάλεσα έκτακτη συνεδρία στο Γραφείο Προγραμματισμού των Συνδέσμων Εργολάβων Οικοδομών,των Μηχανικών κι Αρχιτεκτόνων κ.ά. για προώθηση επαναδραστηριοποίησης του τομέα κατασκευών, του τομέα με τις μεγαλύτερες διακλαδικές επιπτώσεις από όλους τους άλλους τομείς).
Μετά την αποστολή των πιο πάνω εγκυκλίων, όλα τα Υπουργεία ζήτησαν τη συμμετοχή μας στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων τους. Κι έτσι πέραν της άμεσης και χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες κινητοποίησης όλων των Υπηρεσιών, πολύ νωρίς μέσα στο Σεπτέμβρη του 1974 είχαμε έτοιμο, ολοκληρωμένο Έκτακτο Σχέδιο Δράσης με βάση το οποίο ενεργούσαμε έκτοτε. Το Σχέδιο αυτό δε δημοσιοποιήθηκε τότε, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών, υπεύθυνος για τις εργασίες του Γραφείου Προγραμματισμού εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, θεώρησε πολιτικά ανοίκειο να μιλούμε δημόσια για προγραμματισμό δραστηριοποίησης κι ανάπτυξης των Ελεύθερων Περιοχών μόνο. Με την επιστροφή του Μακάριου και την επανατοποθέτηση του θέματος άρχισε στις αρχές του 1975 η επίσημη κι ανοικτή διαδικασία επεξεργασίας, συζήτησης κι έγκρισης του Πρώτου Έκτακτου Σχεδίου Οικονομικής Δράσης, 1975-1976, όπως θα δούμε αργότερα.
Στο μεταξύ έγιναν πολλά για αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων κι επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας με κινητοποίηση των Υπουργείων κι όλης της Δημόσιας Υπηρεσίας, στην οποία πάντα συμμετείχαμε. Αναφέρω μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από τα τέλη Ιουλίου δραστηριοποιήθηκε με το συνηθισμένο τρόπο της τριμερούς συνεργασίας με σύγκλιση σύσκεψης των κοινωνικών εταίρων για ‘ενημέρωση επί των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων και δη του προσφυγικού και των μέτρων που λαμβάνονται’ καθώς και ‘μελέτη του θέματος της επαναδραστηριοποίησης στις περιοχές όπου υπάρχει σχετική ασφάλεια και εισήγηση πρακτικών μέτρων για αντιμετώπισή του’. Στην τριμερή σύσκεψη, που έγινε στις 30 Ιουλίου 1974, έγιναν πολλές εισηγήσεις για αντιμετώπιση τόσο του προσφυγικού προβλήματος όσο και για τη διευκόλυνση της επαναλειτουργίας των παραγωγικών μονάδων για σκοπούς απασχόλησης.
Ο Υπουργός Οικονομικών συγκάλεσε στις 9 Αυγούστου 1974 παρόμοια σύσκεψη με τη συμμετοχή των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων με θέμα ‘τη λήψη κατάλληλων μέτρων για επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας’. Τόσο η σύσκεψη αυτή όσο και παρόμοιες συσκέψεις που ακολούθησαν υπό την προεδρία του Γ. Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, πριν και μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής, ασχολήθηκαν, κυρίως, με την άμεση επίλυση πρακτικών προβλημάτων που παρακώλυαν την επαναλειτουργία των επιχειρήσεων (αποστράτευση βασικών στελεχών της βιομηχανίας κι επιστροφή φορτηγών αυτοκινήτων στους ιδιοκτήτες τους από το στρατό, όπου δεν χρειάζονταν, πρόβλημα ρευστότητας και δανειοδότησης εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος, γενικότερη ασφάλεια στους τόπους εργασίας και μεταφοράς εργατών, πρόβλημα εξεύρεσης και μεταφοράς πρώτων υλών κι επάρκειας εμπορευμάτων, πρόβλημα στις συγκοινωνίες με το εξωτερικό, αυξημένα ναύλα λόγω αυξημένων ασφαλίστρων, κλπ).
Παρόμοιες συσκέψεις έγιναν και στα άλλα Υπουργεία. Πολλά από τα άμεσα προβλήματα που αναφέρθηκαν στις συσκέψεις αυτές αντιμετωπίστηκαν από τα ίδια τα Υπουργεία. Αλλά οι συσκέψεις αυτές απεδείχθησαν ιδιαίτερα χρήσιμες, γιατί μας έδωσαν μια πολύ καλή εικόνα για τις κατευθύνσεις προς τις οποίες έπρεπε να κινηθεί η μελλοντική ανασύσταση κι ανάπτυξη της οικονομίας της Κύπρου έστω και υπό ημικατοχή, τις οποίες κι αξιοποιήσαμε στη συνέχεια κατά την επεξεργασία κι εφαρμογή των διαδοχικών Έκτακτων Σχεδίων Οικονομικής Δράσης.
Θα επανέλθω αργότερα σε άλλες επιμέρους ενέργειες των Υπουργείων για αντιμετώπιση της έκρυθμης κατάστασης της εισβολής. Εκείνο που θα ήθελα να τονίσω εδώ είναι η άμεση κινητοποίηση της ίδιας της Δημόσιας Υπηρεσίας, των Γ.Διευθυντών και Διευθυντών και ορισμένων Υπουργών, που διατέλεσαν οι ίδιοι Δημόσιοι Λειτουργοί.
Από τη μέχρι τότε εμπειρία αναφορικά με το χειρισμό των προβλημάτων, που προέκυψαν από την εισβολή, διαφάνηκε ότι τις γενικότερες κατευθύνσεις έπρεπε να διαγράφει ένα σώμα στο οποίο θα αντιπροσωπευόταν ασφαλώς ο ιδιωτικός τομέας και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, αλλά ταυτόχρονα θα υπήρχε έντονη Κυβερνητική παρουσία, ώστε να λαμβάνονται γρήγορες αποφάσεις χωρίς να παρίσταται πάντοτε ανάγκη παραπομπής των εισηγήσεων για έγκριση από κάποιο άλλο ανώτερο ή αρμόδιο Σώμα. Βέβαια το σώμα αυτό δεν θα έπαυε να λειτουργεί υπό συμβουλευτική ιδιότητα προς την Κυβέρνηση. Με δική μας εισήγηση προς τον Υπουργό Οικονομικών συστάθηκε η Συμβουλευτική Οικονομική Επιτροπή (ΣΟΕ), στην οποία την Κυβέρνηση εκπροσωπούσαν ο Υπουργός Οικονομικών (Πρόεδρος) κι οι Υπουργοί Εμπορίου και Βιομηχανίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τους Συμβούλους τους, συμμετείχαν ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας και οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων Οικονομικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Γραφείου Προγραμματισμού. Την εργοδοτική πλευρά εκπροσωπούσαν το ΚΕΒΕ και η ΟΕΒ και την εργατική η ΠΕΟ κι η ΣΕΚ. Τέλος, επιλέγηκαν και διορίστηκαν ως εμπειρογνώμονες από τον ιδιωτικό τομέα οι μέχρι τότε διατελέσαντες Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ρηγίνος Θεοχάρης, Ρένος Σολομίδης και Τάσσος Παπαδόπουλος. Η ΣΟΕ, η οποία συνήλθε στην πρώτη της συνεδρία στις 9 Σεπτεμβρίου 1974, ομολογουμένως επιτέλεσε σοβαρότατο έργο στην όλη προσπάθεια αντιμετώπισης των επιπτώσεων της εισβολής και την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας.
Μεταξύ των θεμάτων που εξετάσθηκαν από τη ΣΟΕ περιλαμβάνονταν η περικοπή των αμοιβών των εργαζομένων κλιμακωτά μέχρι 25% (εάν η επιχείρηση δεν απέλυε προσωπικό την αποκοπή εκαρπούτο η ίδια), η εισφορά των ελευθέρων επαγγελματιών στο Ταμείο Ανακούφισης, η εισαγωγή νομοθετικής διαδικασίας που να ρυθμίζει τις απολύσεις εργοδοτουμένων, η μείωση των ενοικίων, η παροχή Κυβερνητικής εγγύησης για τραπεζικά δάνεια σε ιδιώτες, τα επιτόκια, θέματα Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οργάνωση Ειδικού Ταμείου Ανακούφισης, η αποπεράτωση ημιτελών κατοικιών κ.ά. Πέραν της άμεσης επεξεργασίας διαφόρων εισηγήσεων, που ετίθεντο από τα Μέλη, η ΣΟΕ ανέθετε σε μικρότερες Υποεπιτροπές τη μελέτη κι ετοιμασία σύντομων εκθέσεων με εισηγήσεις περί του πρακτέου σε συγκεκριμένα θέματα. Τέτοιες Υποεπιτροπές έγιναν π.χ. για τις Επιπτώσεις από την Τουρκική Εισβολή πάνω στην Απασχόληση και τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις (πρόεδρος Ρένος Σολομίδης), για τα Επιτόκια των Υφισταμένων Δανείων ( πρόεδρος Χριστάκης Στεφανή) και για το Θέμα των Υφισταμένων Χρεών (υπό την προεδρία μου).
Ο χρήσιμος ρόλος της ΣΟΕ καθιερώθηκε έκτοτε, ώστε ο θεσμός να συνεχίσει να υφίσταται για πολύ καιρό. Θα ήταν καλό εάν γινόταν μεγαλύτερη χρήση της ΣΟΕ από τους εκάστοτε Υπουργούς Οικονομικών για προώθηση λήψης συναινετικών αποφάσεων πάνω σε σοβαρά θέματα οικονομικής κι αναπτυξιακής πολιτικής ευρύτερης σημασίας που προκύπτουν συνεχώς κατά το τότε πρότυπο της τριμερούς συνεργασίας στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα για εργασιακά και κοινωνικά θέματα στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου και οι δυο θεσμοί εξασθένησαν. Στη μεταμνημονιακή περίοδο που διερχόμεθα είναι αδήριτη ανάγκη επανασύστασης/επαναδραστηριοποίησής τους.
Στο Γραφείο Προγραμματισμού, πέραν της συνεχούς προσπάθειας διασαφήνισης, συγκεκριμενοποίησης και προώθησης των αποφάσεων των πιο πάνω σωμάτων και της προώθησης άλλων ιδεών, μέτρων και σχεδίων σε συνεργασία με τα αρμόδια Υπουργεία, είχαμε αναλάβει άλλες επίκαιρες δραστηριότητες. Καταγράψαμε και δημοσιοποιήσαμε τις ζημιές που επισώρευσε η εισβολή, καθώς και τις απώλειες κάθε τομέα από την αποκοπή του βόρειου τμήματος της Νήσου σε συνεργασία με τα αρμόδια Τμήματα για σκοπούς αποτίμησης της καταστροφής και διαπραγματεύσεων. Σε συνεργασία με το Κτηματολόγιο έγινε η επεξεργασία και καταγραφή επί χάρτου όλων των περιουσιακών στοιχείων κι άλλων φυσικών πόρων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο σε όλη τη κατεχόμενη περιοχή κατά τρόπο που εύκολα μπορούσε κανένας να διαπιστώσει την οικονομική σημασία κάθε περιοχής. Με βάση τα στοιχεία αυτά και την εργασία που έγινε αναφορικά με την οικονομική πτυχή της λύσης του Κυπριακού, είμαστε σε θέση να γνωμοδοτήσουμε πάνω σε διάφορες οικονομικές πτυχές του Κυπριακού και δεν ήταν λίγες οι φορές που το κάναμε. Ανώτερος Λειτουργός Προγραμματισμού, ο Γιώργος Χατζηαναστασίου, συνόδευσε τη Διαπραγματευτική Ομάδα με επικεφαλής το Τάσσο Παπαδόπουλο στη Βιέννη το 1975 όπου παρουσιάστηκαν οι προτάσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς μετά τη συνάντηση και τη πρώτη Συμφωνία Κορυφής μεταξύ Μακαρίου-Ντενκτάς νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. Συμμετείχα προσωπικά σε ομάδα ανεπίσημων συμβούλων του μετέπειτα Διαπραγματευτή Γιώργου Ιωαννίδη και συνόδευσα τον μ. Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού στη συνάντηση με τον Ραούφ Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη το Γεννάρη του 1985. Άλλος Λειτουργός Προγραμματισμού, ο Κώστας Αποστολίδης, αποσπάστηκε στην ειδική Ομάδα Εργασίας στο Υπουργείο Εξωτερικών για υποβοήθηση του έργου του Συνομιλητή. Εξάλλου δεν ήταν ευκαταφρόνητη η ενασχόλησή μας την εποχή εκείνη με την ετοιμασία σε συνεργασία με το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών ενημερωτικού υλικού προς ενημέρωση των ξένων, κυρίως, δημοσιογράφων, οι οποίοι επέδειξαν πράγματι τεράστιο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες επιβίωσης της κυπριακής οικονομίας. Η κατατόπιση και διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης ήταν απαραίτητη εν όψει της επικρατούσας εντύπωσης ότι ήταν η δική μας πλευρά που προκάλεσε την καταστροφική εισβολή. Οι τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο κι άψυχο υλικό βοήθησαν στη μεταστροφή του κλίματος στις σκέψεις και τις καρδιές των δεκάδων δημοσιογράφων που συναντήσαμε, αν κρίνει κανένας από τις ανταποκρίσεις και τα άρθρα που δημοσίευσαν στις έγκριτες εφημερίδες και τα περιοδικά τους.
Δρ Ιάκωβος Αριστείδου