January 12th, 2016 → 10:17 am @ Aris Aristidou
Όταν ρωτήθηκα από την Υπουργική Επιτροπή για το Πανεπιστήμιο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ‘ποια προτεραιότητα δίναμε στην ίδρυση Πανεπιστημίου ανάμεσα στα άλλα έργα ανάπτυξης’, η απάντησή μου ήταν άμεση: ‘Πρώτη προτεραιότητα. Είμαι έτοιμος να εισηγηθώ την περικοπή άλλων προγραμμάτων για να ενταχθούν οι δαπάνες για ίδρυση Πανεπιστημίου στον Προυπολογισμό Ανάπτυξης’. Εξήγησα ξανά τη θέση μας αυτή: ‘Δε νοείται ολοκληρωμένο σύστημα εκπαίδευσης χωρίς το επιστέγασμά του, την ανώτατη εκπαίδευση. Μόνο με την ίδρυση του Πανεπιστημίου θα μπορεί να γίνει αναβάθμιση του όλου εκπαιδευτικού συστήματος. Πέραν, όμως, τούτου, η ίδρυση Πανεπιστημίου θα αναβαθμίσει και το επίπεδο της διανόησης και της σκέψης γενικά, γιατί τότε όλα θα τίθενται κάτω από τη βάσανο της ακαδημαικής λογικής και της έρευνας, που θα είναι επιστημονική κι αντικειμενική. Μέχρι τώρα, είπα, είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι που καθορίζουν τα επίπεδα της επιστημονικής έρευνας και της πρακτικής εφαρμογής. Δεν υπάρχει κανένας άλλος να τα αμφισβητήσει με επιστημονικό τρόπο. Κι αυτό είναι άδικο και για τον Τόπο και για τους υπαλλήλους. Ο Τόπος δεν ανελίσσεται επιστημονικά ενώ οι δημόσιοι λειτουργοί αναλαμβάνουν ευθύνες πέραν του συνήθους ρόλου τους σε ανεπτυγμένες χώρες’.
Ακούγοντας τελευταία τον φίλτατο Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, Κώστα Χριστοφίδη, να αναφέρεται και πάλι στην κακή κατάσταση της μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο διερωτήθηκα αν οι πιο πάνω προσδοκίες μας από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου, κι άλλων ιδιωτικών Πανεπιστημίων, ήταν ρεαλιστικές. Προφανώς δεν ήταν, τουλάχιστον μέχρι τώρα, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια από το Πρόγραμμα PISA (Program of International Student Assessment) του Οργανισμού για Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), στα οποία αναφέρεται ο Πρύτανης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας για το 2012 η Χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης αναφορικά με τα μαθήματα Ανάγνωσης, Μαθηματικών κι Επιστήμης στη μέση εκπαίδευση μαζί με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η Κύπρος κατέχει ένα από τα ψηλότερα ποσοστά δαπάνης κατά μαθητή για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην Ευρώπη.
Η έντονη αντίδραση των εμπλεκομένων Οργανώσεων αποδεικνύει όμως την ορθότητα μιας άλλης θέσης μας στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι: Την ανάγκη συλλογικής συνεργασίας ιδιαίτερα στα εκπαιδευτικά πράγματα. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που προωθήσαμε κάποτε τη δημιουργία ενός Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. Για την προώθηση του έργου του Υπουργείου Παιδείας απαραίτητη προυπόθεση είναι η εμμονή σε διαδικασίες εξεύρεσης συναινετικών λύσεων στα θέματα της εκπαίδευσης και της παιδείας. Ίσως και η αδυναμία αυτή να οδήγησε τα εκπαιδευτικά πράγματα σε κάποια στασιμότητα και να συνέβαλε στην καθυστέρηση επίλυσης διαφόρων προβλημάτων. Πολλές φορές ο φόβος της αντίδρασης σε σκοπούμενες ενέργειες οδηγεί σε απραξία. Εάν υπήρχε αυτός ο θεσμός τώρα, στον οποίο θα εκαλείτο να συμμετάσχει και το Πανεπιστήμιο Κύπρου κι εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, η οποιαδήποτε Έκθεση για την κατάσταση στην Κυπριακή Εκπαίδευση κι άλλα θέματα που αφορούν την παιδεία θα μπορούσαν να συζητηθούν σοβαρά εκεί. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να συζητηθούν οι πιο πάνω διαπιστώσεις PISA κι οι εισηγήσεις του Πρύτανη, που αν δεν κάνω λάθος εστάλησαν πριν από ένα χρόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Με άλλα λόγια είναι υποχρέωση του Πανεπιστημίου να συμβάλει εποικοδομητικά στην άνοδο και των λοιπών βαθμίδων της εκπαίδευσης.
Ήδη το Υπουργείο Παιδείας έκαμε σημαντικά βήματα προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις τον χρόνο που πέρασε (πχ κατάλογος διορισίμων). Θάθελα όμως να συζητηθούν κι οι πιο πάνω προσδοκίες για ολοκλήρωση κι αναβάθμιση της μέσης (και της δημοτικής) εκπαίδευσής μας από την ίδρυση του Πανεπιστημίου. Ας μη ξεχνούμε ότι από είκοσι χρόνια τώρα βασικά είναι το Πανεπιστήμιο που τροφοδοτεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα με νέο διδακτικό προσωπικό. Το πρώην Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ενσωματώθηκε από την αρχή στο Πανεπιστήμιο ως ιδιαίτερη Σχολή Αγωγής με διευρυμένες αρμοδιότητες. Μήπως η Σχολή αυτή θάπρεπε να εμπλακεί από μέρους του Πανεπιστημίου στη διερεύνηση των αιτίων της κακής κατάστασης, που παρουσιάσαμε πιο πάνω;
Τέλος, με την ενεργό συμμετοχή του Πανεπιστημίου θάπρεπε να αξιοποιηθεί πλήρως η Έκθεση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης ‘Δημοκρατική και Ανθρώπινη Παιδεία στην Ευρωπαική Πολιτεία’του 2004. Η Έκθεση, πιστεύω, αποτελεί ένα θαυμάσιο έγγραφο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν βάση για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος στην Κύπρο. Είναι μια συνοπτική αναφορά που αγγίζει σχεδόν όλες τις πτυχές των απαιτούμενων αλλαγών, που όταν γίνουν και προς την κατεύθυνση που εισηγείται, θα μπορούμε να ελπίζουμε στην αναβάθμιση της εκπαίδευσής μας. Τα μόνα ίσως θέματα με τα οποία δεν καταπιάνεται επαρκώς είναι εκείνα της δια βίου μάθησης (το σύστημα πρέπει να λειτουργεί σαν ένα δίκτυ που να μαζεύει και επαναφέρει στην εκπαιδευτική ολοκλήρωση όλους όσοι κατά καιρούς εκπίπτουν από το εκπαιδευτικό τρένο), της υλικό-τεχνικής υποδομής (όχι μόνο ηλεκτρονικοί υπολογιστές αλλά και σωστοί εκπαιδευτικοί χώροι και μεσοπρόθεσμος/μακροπρόθεσμος προγραμματισμός τους), του εμπλουτισμού του αναλυτικού προγράμματος με μαθήματα ζωής (όχι μόνο μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, αλλά και μαθήματα π.χ. υγιεινής διατροφής και ομαλής ζωής), των σχολικών εφορειών κλπ. Εκείνο που προέχει είναι η τοποθέτηση των διαφόρων ενεργειών σε σειρά προτεραιότητας, με συναίνεση όλων των μερών κατά το δυνατόν, με χρονοδιαγράμματα και αφού μελετηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις και δυνατότητες.