December 10th, 2015 → 3:21 pm @ Aris Aristidou
Με την ευκαιρία της συζήτησης που γίνεται για επαναφορά της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής των μισθών και ημερομισθίων, θεώρησα σκόπιμο να παρουσιάσω την μέχρι τώρα εμπειρία μας στο θέμα αυτό καθώς και στην ευρύτερη πολιτική τιμών και εισοδημάτων, που προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε στο παρελθόν. Μια σωστή πολιτική στα θέματα αυτά θα μπορούσε να διασφαλίσει απρόσκοπτη ανάπτυξη και ταυτόχρονα δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, δυο μόνιμα αιτήματα της ορθής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Κατά περιόδους η οικονομία αντιμετώπισε προβλήματα αποσταθεροποίησης, που εκδηλώθηκε με την επιτάχυνση του πληθωρισμού, τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα αποχή από παραγωγικές επενδύσεις, ανάσχεση των ρυθμών αύξησης της παραγωγής και παραγωγικότητας, όπως και αύξηση της ανεργίας. Δεν είναι τυχαία που φθάσαμε στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και το πολύ ψηλό δημόσιο χρέος στις αρχές του νέου αιώνα και μετά.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν πιο ομαλά εάν υιοθετείτο, μεταξύ άλλων, μια υγιής πολιτική τιμών και εισοδημάτων, όπου οι τιμές δεν θα ακολουθούσαν τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς αλλά την αναπόφευκτη αύξηση κόστους και οι μισθοί και τα ημερομίσθια την αύξηση της παραγωγικότητας κι όχι τη δύναμη της εργατικής πλευράς. Πριν την εισβολή μετακαλέσαμε στην Κύπρο τον Ώμπρευ Τζόουνς, Πρόεδρο του Συμβουλίου Μισθών, Τιμών και Εισοδημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου, για διαβουλεύσεις. Είχαν προηγηθεί διάφορες ενέργειες για τη δημιουργία και στην Κύπρο ενός ανάλογου Συμβουλίου. Υπουργική Επιτροπή διόρισε υπηρεσιακήν Υποεπιτροπή υπό την προεδρία μου για να επεξεργαστεί τους όρους εντολής του Συμβουλίου προτού κληθούν οι Εργοδοτικές κι Εργατικές Οργανώσεις για ανταλλαγή απόψεων και λήψη τελικών αποφάσεων. Η Υποεπιτροπή εισηγήθηκε την ενίσχυση και τον συντονισμό των Υπηρεσιών που ασχολούνταν με τα δύο σκέλη του θέματος, την Υπηρεσία Αγορανομίας/Ανταγωνισμού του Υπουργείου Εμπορίου και το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα του Υπουργείου Εργασίας. Ταυτόχρονα έθεσε τα γενικά κριτήρια για μια ορθή πολιτική τιμών και εισοδημάτων: Οι αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων κι άλλων εισοδημάτων να συνάδουν με την αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ οι τιμές να μην αυξάνονται εκτός εάν υπάρχει αναπόφευκτη αύξηση του μη εργατικού κόστους και να μειώνονται σε αντίθετη περίπτωση.
Προσπαθήσαμε να αξιοποιήσουμε τις διευθετήσεις εκείνες για αντιμετώπιση των νέων αποσταθεροποιητικών τάσεων μετά την επαναδραστηριοποίηση μετά την εισβολή. Η Συμβουλευτική Οικονομική Επιτροπή διόρισε το 1979 Υπεπιτροπή και πάλι υπό την προεδρία μου και μέλη Εκπροσώπους Υπουργείων, Εργοδοτικών και Εργατικών Οργανώσεων, που κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να διαμορφώσει μια κοινά αποδεκτή πολιτική τιμών και εισοδημάτων. Παρόλο που η υιοθέτηση μιας πολιτικής τιμών και εισοδημάτων δεν επιτεύχθηκε ούτε αυτή τη φορά, οι εκτεταμένες συζητήσεις που έγιναν βοήθησαν να γίνουν αντιληπτοί οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την αλόγιστη υποβολή αιτημάτων για αυξήσεις απολαβών όπως επίσης κι από την αδικαιολόγητη αύξηση τιμών. Οι προσπάθειες τελικά δεν πήγαν χαμένες αν κρίνει κανένας από το γεγονός ότι στα επόμενα χρόνια σημειώθηκε συγκράτηση τόσο στο ύψος των αιτημάτων, που περιορίζονταν γενικά στα πλαίσια της εθνικής παραγωγικότητας, όσο και στις αυξήσεις τιμών, που ακολουθούσαν γενικά τις αυξήσεις των άλλων στοιχείων κόστους.
Παράλληλα τέθηκαν πιο σταθερές βάσεις για ενίσχυση των μηχανισμών, που διασφαλίζουν στην πράξη μια ορθή και δίκαιη πολιτική τιμών και εισοδημάτων. Ήταν μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια που επαναβεβαιώθηκε η πίστη μας στον θεσμό των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και τους μηχανισμούς επίλυσης εργατικών διαφορών με βάση τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, στην ανάγκη αύξησης του ρυθμού μεγέθυνσης της παραγωγικότητας, στην αναγκαιότητα καταπολέμησης μονοπωλιακών καταστάσεων στην αγορά προιόντων και υπηρεσιών, καθώς και ενίσχυσης των μηχανισμών παρακολούθησης των εξελίξεων στους τομείς αυτούς. Με δική μας πρωτοβουλία ξεκίνησε τότε η οικονομική ενίσχυση του νεοιδρυθέντος Παγκύπριου Συνδέσμου Καταναλωτών.
Κατά καιρούς διάφορα στοιχεία της ακολουθούμενης πολιτικής τιμών και εισοδημάτων αμφισβητήθηκαν. Η πρακτική της ΑΤΑ θεωρήθηκε από τους εργοδότες ως πληθωριστική μια και ‘ρίχνει λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού’. Σε αντίθεση, η εργατική πλευρά υποστήριζε ότι η ΑΤΑ απλά αποζημιώνει τους εργοδοτούμενους για την απώλεια αγοραστικής δύναμης και μάλιστα εκ των υστέρων. Αν δεν υπήρχε, τα αιτήματα κατά την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων θα ήταν πολύ μεγαλύτερα. Το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Προέδρου μ. Σπύρου Κυπριανού διόρισε το 1987 Επιτροπή Έρευνας σύμφωνα με τον Περί Εργατικών Διαφορών (Συνδιαλλαγή, Διαιτησία κι Έρευνα) Νόμο για να ερευνήσει όλες τις πτυχές του θέματος ΑΤΑ. Πρόεδρος της Επιτροπής διορίστηκε ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μ.Τάσσος Παπαδόπουλος και Μέλη ο μ.Αντρέας Πατσαλίδης, ο Μάρκος Σπανός, ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου και ο υποφαινόμενος. Στην Έκθεσή της η Επιτροπή, αφού επισημαίνει τον σταθεροποιητικό ρόλο της ΑΤΑ στη διατήρηση της εργατικής ειρήνης, προχώρησε στην υπόδειξη για έναρξη ‘διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών συνεταίρων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για τη μορφή, το περιεχόμενο, τον τρόπο υπολογισμού και καταβολής της ΑΤΑ’. Και καταλήγει : ‘Σαν τελικό συμπέρασμα, η Επιτροπή εισηγείται την έναρξη διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών συνεταίρων με σκοπό την επεξεργασία, υιοθέτηση και εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης εισοδηματικής πολιτικής η οποία, αναπόφευκτα, θα καλύπτει και την ΑΤΑ’. Έκτοτε δεν είχαμε καμμία ουσιαστική εξέλιξη.
Καταληκτικά θα έλεγα ότι υπάρχει και σήμερα, μετά το Μνημόνιο, ανάγκη επανεξέτασης του θέματος τιμές και εισοδήματα με στόχο τη βελτίωση των ακολουθούμενων πρακτικών και συλλογική αντιμετώπισή του.Τέτοιες μεταρρυθμίσεις ενδείκνυνται.
Δρ Ιάκωβος Αριστείδου