December 19th, 2015 → 10:10 pm
@ Aris Aristidou
- Πάντοτε πίστευα στο διάλογο μεταξύ επαιόντων για τη διαμόρφωση ορθών θέσεων στην αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων. Τα τελευταία χρόνια βλέπω με μεγάλη ικανοποίηση τις παρεμβάσεις των ακαδημαικών στα πράγματα του Τόπου, κάτι που έλειπε τα πρώτα σαράντα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι την ίδρυση και ωρίμανση πανεπιστημιακής ζωής.Ταυτόχρονα η μόνη έλλειψη, που παρατηρώ, είναι η σχεδόν παντελής παράλειψη άντλησης διδαγμάτων από την πολύ πλούσια εμπειρία, που αποκτήθηκε ‘δια πυρός και σιδήρου’ κατά την περίοδο από την Ανεξαρτησία και μετά. Στο τι ακολουθεί θα προσπαθήσω σε συντομία να παρουσιάσω συγκεκριμένες ενέργειες που έγιναν κατά καιρούς, που, εάν εκαρποφορούσαν, η παρούσα διεθνής κρίση θα είχε απλά ανασχετικές επιπτώσεις στη μεγέθυνση της οικονομίας κι όχι την καταβαράρθρωσή της. Ιδιαίτερα θα αναφερθώ στην πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη ομιλία του φίλου Χριστόφορου Πισσαρίδη με τον πιο πάνω τίτλο, κάπως αναθεωρημένο.
- Οι προσπάθειες αυτές εντάσσονταν στα γενικότερα Σχέδια Ανάπτυξης, Πενταετή ή Έκτακτα, τα οποία, όχι μόνο στόχευαν στην επίτευξη ενός ψηλού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, αλλά κι άλλων βασικών σκοπών: σταθεροποίηση της ανάπτυξης χωρίς πληθωριστικές πιέσεις μέσω διαρθρωτικών αλλαγών, διασφάλιση δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος και γενικότερης προόδου σε όλους τους άλλους τομείς. Δυστυχώς η στοχευμένη αυτή μεθοδολογία ανάπτυξης, που οδήγησε την Κύπρο σε δυο οικονομικά θαύματα, την έξοδο από την υπανάπτυξη πριν από την εισβολή και την επιτυχή αντιμετώπιση των τραγικών αποτελεσμάτων της εισβολής, διακόπηκε στη συνέχεια κι αντικαταστάθηκε με ad hoc ενέργειες, που υπαγόρευαν κομματικές κι άλλες σκοπιμότητες.
- Συμφωνώ ότι ‘το πραγματικό δράμα της σημερινής κρίσης είναι στα νοικοκυριά λόγω της μάστιγας της ανεργίας και στα εκατομμύρια νέων που δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει την πρώτη τους δουλειά’. Αλλά αυτά είναι οι επιπτώσεις κι όχι η αιτία της πραγματικής κρίσης. Εάν, όπως διατείνονται πολλοί οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, η κρίση προέρχεται από ‘τις στρεβλώσεις’ στην αγορά εργασίας και την αδυναμία προσαρμογής των εργασιακών δεδομένων μιας χώρας στις οικονομικές συγκυρίες της περιόδου και μόνο, τότε γιατί δεν αναπτύσσονται αυτόματα οι υπανάπτυκτες χώρες όπου κι η αμοιβή της εργασίας είναι ελάχιστη και κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει στην εξεύρεση και διακίνηση πληθώρας εργατικών χεριών;
- Εάν πάλι η θεωρία αυτή ισχύει για τις αναπτυγμένες χώρες μόνο, γιατί δε μάθαμε από τα πολλά μαθήματα από προηγούμενες κρίσεις; Ίσως γιατί η προσοχή υπήρξε μονοδιάστατη, μόνο στο θέμα της αγοράς εργασίας. Η εργασία, ως γνωστό, είναι υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του ΑΕΠ. Όμως διάφορες ερευνητικές εργασίες από πολλά χρόνια τώρα κατέδειξαν ότι ‘η τεχνολογική αλλαγή’ καθίσταται ολοένα και μεγαλύτερος συντελεστής παραγωγής. Κάτι ανάλογο μπορεί να λεχθεί και για το μακροοικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συντελείται η παραγωγή.
- Η δική μας εμπειρία βγαίνει κυρίως από την τραγωδία του 1974. Στερηθήκαμε σε μια μέρα το μεγαλύτερο μέρος των ολικών πλουτοπαραγωγικών πόρων απ’ όπου επήγαζαν τα 70% του ΑΕΠ, η ανεργία προς το τέλος του έτους ανερχόταν στα 40% κι επιπλέον είχαμε τα 40% του συνολικού πληθυσμού στην προσφυγιά. Με τη θεωρία της αυτόματης προσαρμογής της αγοράς εργασίας σε ανάλογες συνθήκες τίποτε άλλο δε χρειαζόταν από την προσαρμογή των εργατικών κι εργασιακών δεδομένων στις νέες συνθήκες κι η οικονομία θα άρχιζε να ανασυντάσσεται και να ανακάμπτει. Η άτακτη όμως προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα θα δημιουργούσε εξίσου άτακτες καταστάσεις στο μέλλον. Αντ’ αυτού και μέσα στα πλαίσια των εργασιακών θεσμίων που δημιουργήθηκαν μέχρι τότε και της έξοχης τριμερούς συνεργασίας που καθιερώθηκε, η κατάσταση αντιμετωπίσθηκε με κοινές αποφάσεις των τριών μερών στα πλαίσια της Οικονομικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, που συστήθηκε τότε: Μείωση όλων των μισθών και ημερομισθίων κλιμακωτά μέχρι 25%, ίδρυση του Ταμείου Περίθαλψης κι Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων, στο οποίο κατατίθεντο οι αποκοπές αυτές.
- Από τότε έπρεπε να είχαμε πάρει το μάθημά μας και όσον αφορά τα μεγάλα κρατικά χρέη αλλά και για το κατάλληλο περιβάλλον, που θα πρέπει συνεχώς να δημιουργείται για μόνιμη ανάπτυξη. Τα μεγάλα κρατικά χρέη δεν επιτρέπουν απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη. Γι’ αυτό και τα νοικοκυριά αποταμιεύουν για τις δύσκολες μέρες. Η πολιτική δημοσιονομικής περισυλλογής, που ακολουθήθηκε στη δεκαετία του 1960, ήταν το πρώτο αποκούμπι πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η μεγάλη προσπάθεια επαναδρστηριοποίησης της οικονομίας. Σε όλη σχεδόν τη δεκαετία τα δημόσια οικονομικά ήταν πλεονασματικά, το δε δημόσιο χρέος ήταν μόνο 6,7% του ΑΕΠ το 1973.
- Πρώτα το Κράτος και στη συνέχεια ο ιδιωτικός τομέας ανέλαβαν την κινητοποίηση της λαβωμένης οικονομίας. Προσωπικά δεν θα ήμουν τόσο απόλυτος για το ρόλο των δυο μερών, δηλαδή την ‘εξ αποστάσεως συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα’. Συμφωνώ για ένα μικτό σύστημα οικονομίας και για την ενθάρρυνση, υποβοήθηση και διευκόλυνση του ιδιωτικού τομέα για δημιουργική κινητοποίηση. Εκεί όμως που ο ιδιωτικός τομέας για δικούς του λόγους αδυνατεί ή δεν είναι πρόθυμος να επεκταθεί, τότε το Κράτος θα πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία κατά προτίμηση σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης το Κράτος θα πρέπει να διαφυλάξει υπό τη δική του εποπτεία ζωτικούς τομείς ης οικονομίας για σκοπούς ασφάλειας. Αυτά τα μαθήματα πήραμε το 1974 όταν ο ιδιωτικός τομέας ύστερα από τα καταστροφικά πλήγματα της εισβολής εμετρούσε ακόμη τις πληγές του.
- Για λόγους προνοητικότητας για τις ‘βροχερές μέρες’ αλλά και για να μη επιβαρύνεται η παραγωγική διαδικασία με γενικά κόστη, που θα την καθιστούν μη ανταγωνιστική, η Συνθήκη του Μάαστιχτ για οικονομική ένωση της Ευρωπαικής Κοινότητας επέλεξε σαν πυξίδα επιμέτρησης της κατάστασης της οικονομίας των Κρατών-Μελών τις βασικές παραμέτρους: κάτω του 3% δημοσιονομικό έλλειμμα, μέχρι 60% δημόσιο χρέος κ.ά.
- Αναφέρθηκα ήδη στη μεγάλη σημασία της υγιούς δημοσιονομικής κατάστασης την εποχή της εισβολής. Με σχετικά καλά τα οικονομικά του Κράτους όταν ξεκίνησε η τωρινή κρίση, με την εκτέλεση δημόσιων επενδύσεων και/ή με την παραχώρηση διευκολύνσεων προς τον ιδιωτικό τομέα θα μπορούσε να αναχαιτιστεί η συρρίκνωση της οικονομίας κι η έξαρση της ανεργίας τουλάχιστο μέχρι να περάσει η κρίση. Βέβαια τότε υπήρχε κι η δυνατότητα παραχώρησης της εκτέλεσης έργων υποδομής με το σύστημα του ΒΟΤ. Κάτι τέτοιο ενδεχόμενα να απέτρεπε τις τράπεζες από του να προβούν σε επενδύσεις σε αμφιβόλου ποιότητας χρεώγραφα κλπ.
- Πέραν της δυσπραγίας, που επιφέρει, μια οικονομία που ατροφεί και δεν μπορεί να συναγωνιστεί επιτυχώς στις διεθνείς αγορές, δεν είμαι βέβαιος ότι είναι η αιτία όλων των άλλων ποιοτικών κοινωνικών φαινομένων (παρανομία, ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, μαύρη αγορά). Δυστυχώς, η οικονομική επιστήμη από μόνη της δεν μπόρεσε να επιλύσει τέτοια κοινωνικά φαινόμενα. Ίσως μια συνεργασία οικονομολόγων, κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, θα μπορούσε να βοηθήσει στον τομέα τούτο. Παρά τα ‘οικονομικά θαύματα’ που επιτελέστηκαν στην Κύπρο, τα φαινόμενα αυτά δεν εξαφανίστηκαν, όπως και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες.
- Μετά το 1990 επικράτησε μια νέα κατάσταση στη διεθνή οικονομία, όχι μόνο λόγω της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων αλλά, κυρίως, λόγω της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας με την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου. Πέραν των φυσικών της πόρων μια χώρα μπορεί τώρα να αξιοποιήσει οποιονδήποτε συγκριτικό πλεονέκτημα διαθέτει για την ανάπτυξή της. Η Κύπρος π.χ. εκμεταλλεύτηκε τη γεωγραφική της θέση και τις φυσικές ομορφιές της, το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό και τις υψηλού επιπέδου παρεχόμενες νομικές, λογιστικές, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κι ανέπτυξε τους τομείς των διεθνών δραστηριοτήτων και της ναυτιλίας και ενίσχυσε το τουρισμό. Με την ίδρυση πανεπιστημίων κι ερευνητικών κέντρων η Κύπρος είναι έτοιμη να αναπτύξει κι άλλους τομείς, πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς, με τεχνολογικό βάθος κι επιστημονική βάση.
- Για να γίνουν όμως αυτά χρειάζονται πολύ περισσότερα από την ύπαρξη ‘ευελιξίας στην αγορά εργασίας’. Ασφαλώς ‘για να ευημερήσει μια οικονομία στις σημερινές παγκόσμιες αγορές χρειάζεται εσωτερική ευελιξία. Πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει γρήγορα και θετικά τις νέες καταστάσεις που της παρουσιάζονται και τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει.’ Κι ασφαλώς ‘ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται γρήγορη εξυπηρέτηση από το δημόσιο χωρίς γραφειοκρατία, με άμεση παροχή υπηρεσιών’. Για να μη περιπέσουμε όμως στην αντίθετη κατάσταση όπου οι εξελίξεις θα επαφίενται στο συμφέρον και μόνο της μιας πλευράς, των επιχειρηματιών, θα πρέπει παράλληλα να προωθούνται και να υποβοηθούνται έννοιες, όπως, η τεχνολογική αναβάθμιση κι ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η διασύνδεση της πολιτικής τιμών και εισοδημάτων μ’ αυτές, η επίδειξη ευελιξίας στις γενικές κι ειδικές συνθήκες κ.ά.
- Τα πιο πάνω θα πρέπει να εμπεδωθούν μέσω της τριμερούς συνεργασίας, που τόσα καλά έφερε στον Τόπο μας. Κι υπάρχουν τρόποι ώστε στο τέλος κι οι πιο πάνω σκοποί να επιτυγχάνονται και να υπάρχει δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου κι όχι απλώς να επαληθευτεί ότι ‘οι πιο πετυχημένες οικονομίες στον κόσμο είναι οι οικονομίες που έχουν ευέλικτες αγορές (χαμηλό χρέος) και ακολουθούν μια κοινωνική πολιτική που εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο των ανέργων και νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα (και περιορίζει την ανισότητα που η νέα τεχνολογία τείνει να επεκτείνει)’. Η δημιουργία συνθηκών μιας πολύ ευέλικτης αγοράς εργασίας μετά την εισβολή δεν θα ήταν αρκετή συνθήκη για επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας. Επίσης η παρέμβαση του Κράτους για άντληση πόρων από τους μη εκτοπισθέντες, όπως πολλοί ήθελαν, αποφεύχθηκε γιατί όχι μόνο δεν θα ήταν αποτελεσματική αλλά και θα εμπέδωνε μόνιμα την κοινωνική διάσταση και διχοτόμηση. Αντ’ αυτών προτιμήθηκε η οδός της συναίνεσης και της συλλογικής αντιμετώπισης των δυσκολιών που επιβλήθηκαν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
- Τώρα αν στη συνέχεια δεν καταφέραμε να αποφύγουμε την παρούσα κρίση, τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και κυρίως στον εφησυχασμό και τη χαλάρωση των προσπαθειών συνεχούς ανάπτυξης κι εκσυγχρονισμού της οικονομίας και των θεσμών μετά την επιτυχή αντιμετώπιση της λαίλαπας της εισβολής.
- Μετά την κρίση του 2008 η Κύπρος δε βρέθηκε ‘με ψηλά χρέη’, βρέθηκε όμως ‘με χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας’ λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών παραγωγής. Βρέθηκε σε μια κατάσταση αδυναμίας της Κυβέρνησης να αναπληρώσει την μειωμένη εξωτερική ζήτηση για κυπριακά προιόντα κι υπηρεσίες λόγω υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ η κυπριακή οικονομία δεν είχε εισέλθει σε εκείνο το στάδιο παραγωγής που να απευθύνεται στην εξωτερική ζήτηση, που είχε επηρεαστεί λιγότερο. Εκείνη την εποχή οι τράπεζες διέθεταν αρκετή ρευστότητα, που θα μπορούσε να αναπληρώσει τη δημοσιονομική με μια κίνηση καίρια, την προσφυγή στον ιδιωτικό τομέα για την εκτέλεση έργων υποδομής κλπ με το σύστημα ΒΟΤ. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο θα αναπλήρωνε τη μειωμένη εξωτερική ζήτηση αλλά ενδεχομένως να συνέβαλλε στην αποφυγή έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στα ελλαδικά ομόλογα. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις μας από το 2008/9 η Κυβέρνηση δεν προχώρησε προς τις κατευθύνσεις αυτές κρίνοντας ότι η κρίση δεν θα επηρέαζε την κυπριακή οικονομία.
- Πώς φτάσαμε όμως στη ‘στενωπό’ αυτή της οικονομίας στην αρχή της διεθνούς οικονομικής κρίσης; Μια σύντομη αναδρομή σε λάθη και παραλείψεις του όχι πολύ μακρινού παρελθόντος θα μας βοηθήσει να την εξηγήσουμε αλλά και να αντλήσουμε τα σωστά διδάγματα για το τι πρέπει να κάμουμε στο μέλλον.
- Ύστερα από την θεαματική επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας μετά την εισβολή, ξεκίνησε μια προγραμματισμένη και συντονισμένη προσπάθεια εμπέδωσης και διασφάλισης των επιτευγμάτων καθώς και τεχνολογικής αναβάθμισης και διαφοροποίησης της οικονομίας ώστε να καθίσταται οσημέραι πιο σύγχρονη κι ανταγωνιστική. Είχα την ευκαιρία να περιγράψω αναλυτικά την προσπάθεια αυτή στο Βιβλίο μου ‘Οδοιπορικό της Ανάπτυξης της Κύπρου από την Ανεξαρτησία και Μετά – Μαθήματα για το Μέλλον’(www.iacovosaristidou.com). Εδώ θα αναφερθώ σε μερικές από τις ενέργειες εκείνες:
Α. Διαφοροποίηση και τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας: Από πολύ νωρίς μετά την εισβολή βρήκαμε και στηρίξαμε νέες δραστηριότητες της οικονομίας, όπως τις διεθνείς και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, παράλληλα με τη συνέχιση προώθησης παραδοσιακών πια τομέων, της γεωργίας, της βιομηχανίας,του τουρισμού, των κατασκευών, της ναυτιλίας κ.ά. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη και την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και της διακίνησης συναλλάγματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κύπρος μετατράπηκε σε ένα περιφερειακό οικονομικό, εμπορικό, νατιλιακό και χρηματοπιστωτικό κέντρο, δραστηριότητες που της επέτρεπαν να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και να διατηρεί συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Δυστυχώς όλοι οι άλλοι τομείς παραμελήθηκαν. Η γεωργία συνεχώς συρρικνώνεται, σε σημείο να εισάγουμε ‘σκόρδα από την Κίνα και λεμόνια από την Αργεντινή’ κι η βιομηχανία, που είχε προγραμματιστεί να αποτελέσει τον κύριο μοχλό τεχνολογικής αναβάθμισης της οικονομίας με τη δημιουργία τεχνολογικών πάρκων και την εισαγωγή συστημάτων ευέλικτης εξειδίκευσης και σύγχρονης τεχνολογίας, εγκαταλείφθηκε στη μοίρα της.
Β. Εκσυγχρονισμός και ανταγωνιστικότητα: Ενώ οι ενέργειες της δεκαετίας του 1980 για καλλιέργεια της κοινωνίας της γνώσης και κατ’ επέκταση της οικονομίας της γνώσης εκαρποφόρησαν με τη δημιουργία στη συνέχεια αρκετών πανεπιστημίων κι άλλων ερευνητικών προγραμμάτων, η διασύνδεση της ακαδημαικής ζωής με την πραγματική οικονομία υπήρξε μέχρι σήμερα πολύ περιορισμένη. Παρόλο που τα αποτελέσματα των ερευνητικών διεργασιών αργούν να αποδώσουν, μια πιο άμεση σύνδεση της ‘ακαδήμειας’ με την πραγματική οικονομία θα μπορούσε να καλλιεργηθεί με συγκεκριμένα προγράμματα. Τυχόν τέτοιες ενέργειες, που αφορούν όχι μόνο τα πανεπιστήμια κι ερευνητικά ιδρύματα, αλλά κι άλλες ερευνητικές και μελετητικές δημόσιες υπηρεσίες θα μπορούσαν να φέρουν επανάσταση στην τεχνολογική αναβάθμιση, τον εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας σε όλους τους παραδοσιακούς και νέους τομείς. Στο ίδιο αποτέλεσμα θα είχε κι η καλύτερη αξιοποίηση των νέων μηχανογραφικών συστημάτων τόσο για μείωση του κόστους όσο κι επιτάχυνση των εργασιών, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό, τομέα αλλά και για ανάπτυξή του σαν αυτόνομου τομέα παροχής υπηρεσιών.
- Ασφαλώς στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συμβάλλουν τόσο οι αμοιβές των συντελεστών παραγωγής κι ο τρόπος προσφοράς των υπηρεσιών τους αλλά κι οτιδήποτε προσθέτει στο τελικό κόστος παραγωγής, όπως π.χ. το κόστος λειτουργίας του κράτους. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πώς πρέπει να καθορίζονται οι αμοιβές των συντελεστών, ιδιαίτερα του εργατικού κόστους, με τους νόμους της αγοράς ή με διάλογο και συναίνεση των μερών, για να επιτυγχάνεται η σταθερότητα κι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας; Είναι πια αποδεδειγμένο ότι η λειτουργία της αγοράς από μόνη της οδηγεί σε οικονομικούς κύκλους. Από την άλλη μια συμφωνημένη ρύθμιση του ύψους της αμοιβής του κυριότερου συντελεστή παραγωγής, της εργασίας, που να στηρίζεται π.χ. στην αύξηση της παραγωγικότητας θα αποτελούσε μια πιο επωφελή μέθοδο για όλες τις πλευρές. Πρός αυτή την κατεύθυνση, δεδομένης και της πολύ καλής τριμερούς συνεργασίας, που καθιερώθηκε στην Κύπρο από την Ανεξαρτησία και μετά, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες από το 1968/9 με στόχο την επεξεργασία κι εφαρμογή μιας πολιτικής τιμών κι εισοδημάτων, που να στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα της οικονομίας κι όχι ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου. Παρά την πρόοδον που σημειώθηκε έκτοτε, οι κατά καιρούς καλές οικονομικές συγκυρίες οδήγησαν, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, στην επιδίωξη πρόσκαιρων οφελών. Για το μέλλον θα πρέπει να επιχειρήσουμε ξανά την επεξεργασία κι υιοθέτηση μιας υγιούς πολιτικής τιμών και εισοδημάτων. Συναφές είναι και το θέμα της παρακολούθησης των τιμών βασικών προιόντων και πρώτων υλών τόσο από τις Υπηρεσίες Ανταγωνισμού και Προστασίας των Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου όσο κι από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
- Όσον αφορά τα άλλα στοιχεία κόστους, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, θα αναφερθώ ιδιαίτερα στο διοικητικό κόστος, που επιβαρύνει τόσο τις παραγωγικές μονάδες όσο και τα νοικοκυριά. Δυστυχώς, από κάποιο στάδιο και μετά του 50χρονου ανεξάρτητου βίου μας παραγνωρίσαμε το πολύ μικρό μέγεθος της Χώρας μας και συμπεριφερθήκαμε σαν μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης τόσο αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία όσο κι άλλους θεσμούς. Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίπτωση των δήμων. Στην ευρύτερη περιοχή Λευκωσίας, που αντιστοιχεί με μια μικρή συνοικία του Λονδίνου, δημιουργήσαμε γύρω στους δέκα δήμους με ξεχωριστή οργάνωση και υπηρεσίες. Το μόνο που κρατήθηκε κοινό είναι το αποχετευτικό! Επιπλέον, αντί της βελτίωσης και του εκσυγχρονισμού των μεθόδων και του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας για επιτέλεση του έργου της ταχείας εξυπηρέτησης του κοινού, που ξεκίνηση από τη δεκαετία του 1960, προτιμήθηκε η προσφιλής στα κόμματα μέθοδος διόγκωσης της δημόσιας υπηρεσίας με όλα τα συνακόλουθα. Ιδιαίτερα επισημαίνω την ασύγγνωστη καθυστέρηση στη μηχανογράφηση της δημόσιας υπηρεσίας, που από πρωτοπόρος στις αρχές της Δημοκρατίας παρέμεινε ουραγωγός στον τομέα. Πώς θα μπορούσε έτσι η Κυβέρνηση να πρωτοστατήσει στη μετροπή της Κύπρου σε περιφερειακό κέντρο παροχής τέτοιων υπηρεσιών και να αναπτύξει μια άλλη διάσταση της οικονομίας;
- Έτσι φτάσαμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η Κυβέρνηση να μη μπορεί να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της. Επιπλέον λόγω του κουρέμματος του Ελληνικού χρέους και της κατάστασης στην Ελλάδα, κυπριακές τράπεζες χρειάζονται στήριξη από το Κράτος για να συνεχίσουν να συμμετέχουν στο οικονομικό γίγνεσθαι του Τόπου. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι κάμνουμε τώρα; Τα παραδείγματα της Αγγλίας των δεκαετιών 1970 και 1980, καθώς και της Γερμανίας του 2000, με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας για διόρθωση στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας απλά καταδεικνύουν ότι τέτοια μέτρα οδηγούν σε χειροτέρευση της κατάστασης. Το γεγονός ότι και στις δυο περιπτώσεις υπήρξε ανάκαμψη έστω και καθυστερημένα οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι μιλούμε για δυο ώριμες οικονομίες, που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις συγκριτικά πιο ανταγωνιστικές συνθήκες που τα μέτρα εδημιουργήθησαν. Στην περίπτωση της Κύπρου, όμως, παράλληλα με τα μέτρα λιτότητας κι ορθολογισμού στην αγορά εργασίας και των άλλων συντελεστών παραγωγής, θα πρέπει να δημιουργηθούν και συνθήκες διεύρυνσης της παραγωγικής δομής της κυπριακής οικονομίας. Επιπλέον δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η τραπεζική διάσταση του προβλήματος. Αλλοιώτικα θα μπούμε σε μια Σισύφια προσπάθεια και για την οικονομία και για την κοινωνία.
- Είναι γι’ αυτό που επιμένω ότι το Μνημόνιο έπρεπε να είναι ή έπρεπε να συμπληρώνεται από ένα Έκτακτο Σχέδιο Δράσης, το οποίο να προβλέπει όχι μόνο μέτρα λιτότητας και διαρθρωτικά, αλλά και μέτρα τόνωσης της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Τι θα πείραζε αν στο ποσό του σκοπουμένου δανείου προστίθετο κι ένα σχετικά μικρό ποσό για έργα και προγράμματα ανάπτυξης και δημιουργίας πρόσθετων θέσεων εργασίας είτε απ’ευθείας από την Κυβέρνηση είτε σαν στοχευμένα δάνεια από μέρους των τραπεζών; Όπως λέει κι ο Χρ. Π. και συμφωνώ ‘είναι πολλά δημοσιονομικά έξοδα που έχουν μορφή επένδυσης. Δηλαδή όταν πρόκειται για δημοσιονομικά έξοδα επενδυτικού χαρακτήρα, δεν έχει νόημα να επιβάλλεται λιτότητα’. Ή τι θα πείραζε εαν η διάρκεια του Μνημονίου προσαρμοζόταν ώστε να δοθεί χρόνος στα προγράμματα και μέτρα, που θα εφαρμοστούν ή θα ληφθούν να αποδώσουν καρπούς;
- Για το χειρισμό των δυο βασικών θεμάτων, του δημοσιονομικού και του τραπεζικού, έχω τα εξής να πω.
Δημοσιονομικό: Δεν απορρίπτω την εισήγηση για τη δημιουργία ενός Συμβουλίου Δημοσιονομικής Πολιτικής γιατί δεν απορρίπτω την επιστημονική μελέτη των βασικών θεμάτων, που απασχολούν τον Τόπο. Η παλιά μου εισήγηση είναι όπως τα ίδια τα Κόμματα αποκτήσουν τα δικά τους μελετητικά σώματα απαρτιζόμενα από επαίοντες για να μπορούν να παράγουν σωστή πολιτική και σε διάφορα άλλα βασικά θέματα. Τα δημοσιονομικά είναι ένα από τα λίγα μακροοικονομικά θέματα, που έρχονται στη Βουλή με τη κατάθεση και ψήφιση των ετήσιων Προυπολογισμών του Κράτους και την παρακολούθησή τους σ’ όλη τη διάρκεια του έτους κατά την ψήφιση συμπληρωματικών προυπολογισμών κ.ά. Δεν έχουμε ακόμη όλες τις λεπτομέρειες για την τελευταία απόφαση της Ε.Ε. για υποβολή κι έγκριση των ετήσιων προυπολογισμών των Κρατών- Μελών, όμως, τούτο θα αφορά το ύψος τους. Σε μας εξαρτάται η σωστή αξιολόγηση του περιεχομένου και της κατεύθυνσής τους.
Τραπεζικά: Παρόλο που έγιναν κι αναμένεται να γίνουν περισσότερες ρυθμίσεις στον τομέα αυτό από την ΚΤΕ, θα πρέπει να προβληματιστούμε και στο θέμα αυτό μια κι οι μέχρι τώρα διευθετήσεις που έγιναν στο επίπεδο εκείνο απεδείχθησαν αλυσιτελείς. Μέσα στα πλαίσια που τίθενται θα πρέπει να μελετήσουμε τι συμφέρει στην Κύπρο και να το διασφαλίσουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ανεξάρτητα από τα σημερινά προβλήματα και τις επιβαρύνσεις που επέβαλε στον Κύπριο πολίτη, θα πρέπει να διαφυλάξουμε το χρηματοπιστωτικό τομέα σαν ένα τομέα οικονομικής δραστηριότητας μέσα στα πλαίσια των διεθνών οικονομικών δραστηριοτήτων της Κύπρου. Θα πρέπει επιπλέον να βεβαιωθούμε ότι ο τομέας θα εξυπηρετεί πρώτα απ’ όλα τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Χώρας. Οι Κύπριοι επιβαρύνονται αρκετά ή χάνουν πολλά εισοδήματα μέσα από τις καθιερωμένες κυβερνητικές προσπάθειες για αύξηση των αποταμιεύσεων και τελικά των τραπεζικών καταθέσεων. Είναι συνεπώς ορθό και δίκαιο οι τράπεζες να εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και πρώτιστα τις χρηματοδοτικές ανάγκες της κυπριακής οικονομίας. Ας σημειωθεί ότι το 1974 ποσοστό 4% των τραπεζικών καταθέσεων δεσμεύτηκε και δημιουργήθηκε το Ταμείο Προτεραιότητας, από το οποίο οι τράπεζες έδιναν δάνεια στον ιδιωτικό τομέα σε τομείς, που καθόριζε το Έκτακτο Σχέδιο, μάλιστα με κυβερνητική εγγύηση για όσους έχασαν τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα.
- Εκείνο που λείπει από τη δεκαετία του 1990 για την προώθηση των πιο πάνω είναι ένας ευέλικτος μηχανισμός στρατηγικού προγραμματισμού, τόσο για το Κράτος όσο και για την οικονομία γενικότερα κι όχι μόνο. Ένας τέτοιος μηχανισμός ασφαλώς θα μπορούσε να καλύψει και τα δημόσια οικονομικά. Τα δημόσια οικονομικά είναι μια παράμετρος ανάμεσα σε πολλές άλλες που αλληλοεπηρεάζονται. Στο μηχανισμό αυτό προγραμματισμού θα μπορούσαν να συμμετέχουν συμβουλευτικά κι ανεξάρτητοι επαίοντες.Δεν θα διαφωνούσα με τη γενική τοποθέτηση του Χρ. Π. στον τομέα διαχωρισμού των ρόλων Κράτους – Ιδιωτικού Τομέα στα οικονομικά δρώμενα. Διαφωνώ όσον αφορά το βαθμό εμπλοκής του πρώτου. Το Κράτος ‘ασχολείται στον οικονομικό τομέα μόνο με υποδομές, την ανισότητα και προστασία του άνεργου και χαμηλά αμειβόμενου νοικοκυριού. Δηλαδή το κράτος βοηθά τον ιδιωτικό τομέα στην ανάπτυξη και κοινωνική αξιοπρέπεια’. Δεν είναι μόνο με υποδομές που το Κράτος βοηθά τον ιδιωτικό τομέα στην ανάπτυξη. Είναι μέσα από ένα πλέγμα έργων και προγραμμάτων, μέτρων γενικών και ειδικών, που δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο, ενθαρρύνει, διευκολύνει και βοηθά την ιδιωτική πρωτοβουλία να κινηθεί προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις. Κι όταν για κάποιους λόγους οι ιδιώτες αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να κινηθούν προς επιθυμητές κατευθύνσεις είναι υποχρέωση του Κράτους να βρει τους τρόπους ακόμη και με άμεση επένδυση, που να λειτουργεί με τους σωστούς επιχειρησιακούς κανόνες.
- Συμφωνώ επίσης ότι το Κράτος έχει καθήκον να προστατεύει τους άνεργους και χαμηλά αμειβόμενους πολίτες αλλ’ όχι μόνο. Μετά την ενθάρρυνση κι υποβοήθηση του ιδιωτικού τομέα για δραστηριοποίηση το Κράτος θα πρέπει να μεριμνήσει για μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Τούτο θα ωθήσει προς καλύτερη κοινωνική συνοχή, πράγμα που θα ενθαρρύνει όλους να εργαστούν για ολοένα και περισσότερη πρόοδο κι ανάπτυξη. Σε μια τέτοια ιδανική κατάσταση το πολύ διαφημιζόμενο σύστημα flexicurity (ευελασφάλεια ) μπορεί πιο εύκολα να εφαρμοστεί. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της κυπριακής πραγματικότητας όπου όλα τα βασικά στοιχεία του συστήματος υπάρχουν (άριστη τριμερής συνεργασία, οργανωμένο κοινωνικό κράτος ) δεν υπάρχει τίποτε που να μη μπορεί να λυθεί με διάλογο και καλή θέληση.
Ιάκωβος Αριστείδου,
Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού, Πρώην Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Γεννάρης 2013