June 28th, 2009 → 8:46 pm @ Aris Aristidou
Όταν ο αείμνηστος Μακάριος διακήρυξε τα περί μακροχρόνιου αγώνα στο Κυπριακό εμείς στον αναπτυξιακό τομέα, όπως κι εκείνος στον πολιτικό, διερμηνεύσαμε ως εξής το νέο πλαίσιο δράσης: Θα προγραμματίζουμε τις ενέργειές μας στη βάση του τι συμφέρει στον Τόπο μακροπρόθεσμα σαν να μην υπήρχε η κατοχή κι ο εκτοπισμός, ενώ θα προετοιμαζόμαστε για την ανά πάσα στιγμή αποτίναξή της κι επανένωση του Νησιού. Το ό,τι κι ο Μακάριος ενεργούσε μέσα στο ίδιο πνεύμα φαίνεται κι από τη συμφωνία που έκαμε με τον Ντενκτάς λίγο αργότερα, το 1977, θέτοντας τα πλαίσια μέσα στα οποία θα επιδιωκόταν έκτοτε η λύση του Κυπριακού. Για λόγους, που ουσιαστικά ανάγονται στα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας, το πολιτικό πρόβλημα δεν κατέστη δυνατόν να λυθεί μέχρι σήμερα, όμως η πολιτική του μακροχρόνιου οικονομικού αγώνα έφερε την Κύπρο στο Ευρωπαικό προσκήνιο, ισότιμο εταίρο ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες Χώρες της Ευρώπης, παρά τα τεράστια πλήγματα της εισβολής.
Κι ενώ στον οικονομικό τομέα ακολουθήσαμε το πρόσταγμα του μακροχρόνιου αγώνα, στον πολιτικό τομέα, δηλαδή στο Κυπριακό, μείναμε προσκολλημένοι βασικά σε βραχυχρόνιες στρατηγικές, με μοναδική εξαίρεση την ένταξη στην Ευρωπαική Ένωση, που κι αυτή ξεπήγασε από την οικονομική/ αναπτυξιακή πολιτική ( όρα Τελωνειακή Ένωση ) και δεν αξιοποιείται επαρκώς. Η προσπάθεια όλων αυτών των χρόνων περιστράφηκε γύρω από την επανάληψη του ίδιου σκηνικού: να πειστεί ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ να αναλάβει με κάποια ευκαιρία μια νέα πρωτοβουλία επίλυσης του χρονίζοντος Κυπριακού προβλήματος. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: Συνέχιση και παγίωση της κατοχής, με πρόσθετες περιπλοκές, που επέφερε ο χρόνος. Πέρασαν ήδη σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, που υπερκαλύπτουν την έννοια του όρου ‘μακροχρόνιος’, χωρίς να αξιοποιήσουμε όλο αυτό το χρόνο και να προσπαθήσουμε έστω να δημιουργήσουμε κάποια αντισταθμίσματα στο κύριο εμπόδιο της λύσης του Κυπριακού, την επεκτατική βουλιμία της Τουρκίας. Η αποκορύφωση μάλιστα της πολιτικής αυτής εκφράστηκε πρόσφατα με την υπουργοποίηση του θεωρητικού της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας στην περιοχή κ. Αχμέτ Νταβούτογλου.
Τι έκαμε ο Ελληνισμός, Ελλάδα/ Κύπρος/ Απόδημος Ελληνισμός, όλα αυτά τα χρόνια για να προστατεύσει τα συμφέροντά του, από την τούρκικη απειλή και τον ηγεμονισμό στην περιοχή; Κι ας μη ξεχνούμε ότι αυτό που υπέστη η Κύπρος το 1974, το υπέστη η Ελλάδα το 1923 κι ο Ελληνισμός γενικά το 1955 και το 1965, ενώ συνεχίζονται οι παρενοχλήσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο κι αλλαχού.
Δικαίως αποκλείστηκε η στρατιωτική επιλογή. Ο πόλεμος δεν είναι λύση. Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί δεν βοηθούν στην κατάκτηση της ευημερίας του λαού, ενώ μια στρατιωτική σύρραξη έστω και νικηφόρα θα επισωρεύσει πολλές καταστροφές, ανθρώπινες και υλικές. Όμως υπήρξαν και υπάρχουν άλλες ειρηνικές επιλογές, που θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε. Οι επιλογές αυτές όχι μόνο θα αναβάθμιζαν τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά θα βοηθούσαν στην καλύτερη αντιμετώπισή μας από μέρους των ισχυρών της γης. Κι είναι εδώ που αποτύχαμε παταγωδώς, μέχρι τώρα τουλάχιστον, να κάνουμε τα σωστά βήματα. Η ορθή μακροχρόνια στρατηγική, για την οποία μιλώ, συνίσταται στην αξιοποίηση της επιχειρηματικότητας του Ελληνικού στοιχείου για την εξύψωση της στρατηγικής σημασίας της Ελλάδας και της Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή. Ούτε ο ανοικτός εναγκαλισμός του Ομπάμα προς την Τουρκία αμέσως μετά την εκλογή του θα ήταν τόσο προκλητικός, ούτε η συμφωνία για την εγκατάσταση ενός προβληματικού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου μέσω του εδάφους της θα είχε τόσα πλεονεκτήματα για την Τουρκία, ούτε ακόμα κι η πολυσυζητημένη μεγάλη αγορά της Τουρκίας θα ήταν τόσο δελεαστική για τις Χώρες της Ευρώπης εάν η Ελλάδα και η Κύπρος εφάρμοζαν από χρόνια μια ευφάνταστη οικονομική και επιχειρηματική πολιτική στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο.
Αλλά ας δούμε μερικές σημαντικές πρακτικές περιπτώσεις από το 1974 και μετά όπου η Ελλάδα και η Κύπρος από κοινού ή ξεχωριστά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προς όφελός τους στρατηγικά πλεονεκτήματα. Η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορούσαν να καταστούν από τη δεκαετία του 1980 το οικονομικό, εμπορικό, χρηματοπιστωτικό κέντρο καθώς και το κέντρο παροχής υπηρεσιών προς τις Χώρες της Μ. Ανατολής κι όχι μόνο. Η Ελλάδα πολύ νωρίς μετά τη μεταπολίτευση κατέστη Μέλος της Ε.Ε. μια ιδιότητα που της έδωσε ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα την εποχή που η Τουρκία έμπαινε και πάλι στο γύψο της στρατιωτικής χούντας και οι δικές της σχέσεις με την Ε.Ε. παγοποιήθηκαν.
Ήδη η Κύπρος, στην προσπάθειά της να ανασυνταχθεί μετά την καταστροφή της εισβολής, είχε κάνει τεράστια ανοίγματα προς τις Αραβικές Χώρες καθώς και τις Χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κι άλλες Χώρες της Ασίας. Παρόλο που η σημερινή σχετικά καλή οικονομική συγκυρία της Κύπρου οφείλεται σε εκείνα τα ανοίγματα καθώς και στην εν τω μεταξύ ένταξή της στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ, όμως δεν είχαν συνέχεια, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάστηκαν πισωγυρίσματα, όπως στις οικονομικές κι εμπορικές μας σχέσεις με τις Αραβικές Χώρες. Η Ελλάδα ποτέ δεν έκαμε ανάλογα ανοίγματα, εκτός στην περίπτωση των Βαλκανικών Χωρών μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Απεναντίας, η εσπευσμένη συγκέντρωση των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας στην Ελλάδα της αποστέρησε ένα μελλοντικό σημαντικό παράγοντα διείσδυσης στην περιοχή. Κι όμως η γεωγραφική της θέση είναι τέτοια που την καθιστά κλειδί στην ανάπτυξη τόσο των Βαλκανικών Χωρών, της ίδιας της Τουρκίας αλλά και των Παρευξείνιων Περιοχών, όπως απέδειξε η προώθηση του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης.
Μια οικονομική πτυχή στην οποία θα μπορούσαμε να διακριθούμε είναι ο χρηματοοικονομικός τομέας. Πάνω από τους Κυπριακούς κι Ελλαδικούς αιθέρες διακινούνται κατά καιρούς τεράστια ποσά ‘πετροδολαρίων’ από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του Κόλπου προς τα χρηματοοικονομικά κέντρα της Δύσης. Πόσα καταφέραμε να προσγειώσουμε; Σε ποιες θετικές ενέργειες προβήκαμε για επένδυση κάποιων κοντά μας; Απεναντίας έχουμε πολλά παραδείγματα όπου τα αποδιώξαμε. Όταν λέμε ότι η Κύπρος καθίσταται χρηματοοικονομικό κέντρο στην πράξη εννοούμε τη διαχείριση κεφαλαίων από την Ανατολική Ευρώπη και μόνο. Κι όμως δίπλα μας υπάρχουν τεράστια αποθέματα Αραβικών κεφαλαίων για διαχείριση κι αξιοποίηση. Όποτε μάλιστα έγινε κάποια προσπάθεια ‘εκμετάλλευσης’ του πλούτου αυτού ξεσηκώθηκε τόση κατακραυγή που οι ενδιαφερόμενοι απέσυραν την προσφορά τους. Το φαινόμενο είναι διαχρονικό. Αναφέρω μόνο την περίπτωση του Σαουδάραβα Σείχη Γιαμάνι επί διακυβέρνησης Γ. Βασιλείου και την περίπτωση Κατάρ επί της παρούσας Κυβέρνησης Δ. Χριστόφια.
Αλλά και με τα άλλα στρατηγικά προιόντα που βρίσκονται σε αφθονία στις γειτονικές μας Χώρες, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τι κάμνουμε; Η Τουρκία έχει αναβαθμίσει τη γεωγραφική της θέση γιατί θα χρησιμοποιηθεί για να περάσουν αγωγοί μεταφοράς και των δυο πολύτιμων προιόντων μέσο των εδαφών της. Για τη μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Ναμπούκο, ενός ελάχιστα ασφαλούς εγχειρήματος, που θα της προσπορίσει σημαντικά οφέλη, ζητά αυτό τον καιρό πρόσθετα ανταλλάγματα από την Ε.Ε. Ασφαλώς η Ελλάδα και η Κύπρος δε διαθέτουν τα ίδια γεωγραφικά πλεονεκτήματα. Μήπως όμως θα έπρεπε να εξετάσουμε μια άλλη διαζευκτική λύση, τη δια θαλάσσης μεταφορά τους με Ελληνικά και Κυπριακά πλοία, ένα τομέα όπου περηφανευόμαστε ότι κατέχουμε τα σκήπτρα; Μήπως θάπρεπε να ενθαρρύνουμε τους δικούς μας πλοιοκτήτες να συμπράξουν με αντίστοιχούς τους στις Χώρες που παράγουν αυτά τα προιόντα για μια καθετοποίηση της διαδικασίας παραγωγής, επεξεργασίας και μεταφοράς τους στην Ευρώπη; Ασφαλώς και δεν μπορούμε να εξουδετερώσουμε πλήρως τα συγκριτικά γεωγραφικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας. Θα μπορούσαμε όμως να τα προκαλέσουμε και να τα μειώσουμε.
Η Τουρκία συναισθηματικά αντιμετωπίζεται από τον Αραβικό κόσμο κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, όπως κι από μας και τους Βαλκανικούς λαούς που υπήρξαν υπόδουλοι στη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παραδοσιακά ο Ελληνισμός είχε πολύ καλύτερες σχέσεις μαζί του. Σε πολλές από τις Χώρες αυτές το Ελληνικό στοιχείο κι η παράδοση αποτελούν ζωντανό μέρος της ζωής τους. Η ανάπτυξη της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς κι η Ευρωπαική τους ταυτότητα, διασφαλίζουν πολλά οφέλη στις Χώρες αυτές για τη δική τους ανάπτυξη. Η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό διαμεσολαβητικό παράγοντα στο Μεσανατολικό. Εκείνο που χρειάζεται είναι η επεξεργασία μιας ευφάνταστης και μακροχρόνιας στρατηγικής προσέγγισής τους από δικής μας πλευράς με σοβαρότητα και ειλικρίνεια για αμοιβαίο όφελος. Ή ακόμη πιο απλά, δεν θα πρέπει να χάσουμε άλλες ευκαιρίες.
Ιάκωβος Αριστείδου
Σημ. Βέβαια με την πρόσφατη ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της Κύπρου η πιο πάνω στρατηγική τίθεται πάνω σε μια πιο συγκεκριμένη βάση.