June 12th, 2016 → 10:55 pm @ Aris Aristidou
Επανέρχομαι στο θέμα της τεχνολογικής αναβάθμισης της Κυπριακής οικονομίας γιατί είναι η μοναδική οδός για σταθερή ανάπτυξη κι ευημερία. Ακόμη κι αν ευστοχήσουν οι προσπάθειες για αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Κυπριακήν ΑΟΖ, η εκμετάλλευσή τους θα αποφέρει πολύ περισσότερα αν γίνει μέσω της βιομηχανικής ή άλλης επεξεργασίας τους παρά αν εξάγονται σαν πρώτες ύλες. Αλλά και τα έσοδα από το φυσικό αέριο θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν και για την τεχνολογική αναβάθμιση της Κυπριακής οικονομίας κι όχι για να πλουτίσουν κάποιες εταιρίες του εξωτερικού, όπως έγινε στο παρελθόν με κάποια άλλα ορυκτά μας.
Από την επιστροφή μου στην Κύπρο και την ανάμειξή μου στα θέματα της ανάπτυξής της, ένας στόχος ήταν η αξιοποίηση εκείνου του σημαντικού ‘κατάλοιπου’ (residual) από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, μετά την αφαίρεση της αύξησης των άλλων συντελεστών παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου. Ως γνωστόν, μελέτες που έγιναν, ξεκινώντας από τον Αμερικανό οικονομολόγο-νομπελίστα Robert Solow στη δεκαετία του 1950, κατέδειξαν ότι τόσο για ολόκληρη την οικονομία όσο για επιμέρους τομείς η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων και των κεφαλαίων που εχρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή. Η επιπλέον προστιθέμενη αξία ονομάστηκε από τότε ‘τεχνική μεταβολή’(technical change). Μάλιστα το ποσοστό συνεισφοράς του ‘νέου παράγοντα’ ήταν πολύ μεγαλύτερο από τη συνεισφορά των δυο άλλων συντελεστών. Πολλές μελέτες που έγιναν στη συνέχεια απέδωσαν το φαινόμενο αυτό στη συνεχή βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και την τεχνολογική αναβάθμιση των δραστηριοτήτων της οικονομίας. Έτσι εμπεδόθηκε η καταλυτική σημασία της τεχνογνωσίας και της τεχνολογίας στην σταθερή ανάπτυξη μιας οικονομίας. Όμως, τα δύσκολα αρχίζουν από δω και πέρα. Πώς προγραμματίζει και συντονίζει μια Χώρα τις αναπτυξιακές της ενέργειες ώστε να δημιουργήσει τις προυποθέσεις για προώθηση της τεχνολογικής αναβάθμισης της οικονομίας της;
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές υπήρξε ένα άρθρο στον Τύπο της καθηγήτριας του Κυπριακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης (CIIM) Όλγας Καντίσκαγια με τίτλο ‘Η περίπτωση της κυπριακής εταιρείας Engino’, όπου περιγράφει κι αξιολογεί την επάνοδο της εταιρείας στην Κύπρο από την Κίνα, όπου είχε εγκατασταθεί σε μια περίοδο όπου οι συνθήκες εδώ δεν ήταν οι πιο ευοίωνες. Η Όλγα Καντίσκαγια προχώρησε σε συνεργασία με τον Κ. Σίσαμο, ιδρυτή της Engino, στη διερεύνηση του φαινομένου για τις αναπτυγμένες Χώρες της Δύσης. Ας σημειωθεί ότι η ίδρυση του Ινστιτούτου από την Τράπεζα Αναπτύξεως εδώ και είκοσιπέντε χρόνια ήταν μέρος μιας πρωτοποριακής πολιτικής δημιουργίας εκείνων των προυποθέσεων για τεχνολογική αναβάθμιση. Προς την ίδια κατεύθυνση απέβλεπε η ίδρυση λίγο αργότερα και του Κυπριακού Ινστιτούτου και πάλι από την Τράπεζα Αναπτύξεως. Είχε ήδη εγκριθεί από το 1988 η ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου κι αργότερα του ΤΕΠΑΚ. Η ίδρυση του Κρατικού Πανεπιστημίου άνοιξε τον δρόμο για την πιστοποίηση και δραστηριοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Νομίζω ότι τώρα από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το μεγάλο πήδημα προς την τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης κι εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης πολιτικής, που θα ενθαρρύνει και διευκολύνει τέτοιες επενδύσεις, ξένες και ντόπιες.
Μακροπρόθεσμα η Κύπρος δεν προσφέρεται ούτε για δραστηριότητες εντάσεως εργασίας ούτε για τυχοδιωκτικές/μεταπρατικές δραστηριότητες, έστω κι αν μέχρι πρόσφατα επαναλάβαμε την παλιά ρήση ‘για πράττε για μετάπραττε, για που την Κύπρο φύε’. Για να αντιμετωπίσουμε τις σοβαρότατες επιπτώσεις της εισβολής (απώλεια περιοχών από τις οποίες προήρχετο το 75% του ΑΕΠ, άνοδος της ανεργίας σχεδόν στα 40%, μείωση των απολαβών των εργαζομένων μέχρι 25%) ζητήσαμε κι εμείς από εταιρείες που έφευγαν από τις αναπτυγμένες Χώρες να έρθουν να δραστηριοποιηθούν στην Κύπρο εκμεταλλευόμενες τις νέες συνθήκες. Σε συνεργασία με οργανισμούς που είχαν συσταθεί για τέτοιους σκοπούς ήρθαν Γερμανοί ειδικοί, που, αφού μελέτησαν προσεκτικά όλα τα δεδομένα, δεν επανήλθαν. Οι περιορισμένοι ανθρώπινοι πόροι της Κύπρου δεν ήταν αυτό που έψαχναν. Οι εταιρείες έψαχναν για Χώρες με πολλά και φθηνά εργατικά χέρια. Κι η Κύπρος δεν ήταν μεταξύ αυτών, όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα μετά την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας της. Τότε κι οι Κυπριακές βιομηχανίες αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα, πράγμα που τις ανάγκασε να αναζητήσουν κι οι ίδιες επιχειρηματικό καταφύγιο σε γειτονικές Χώρες (Συρία, Ιορδανία, άλλες Αραβικές Χώρες) κι εμάς να ψάχνουμε λύσεις με την εισαγωγή ξένων εργατών και την υιοθέτηση μιας κοινά αποδεκτής πολιτικής τιμών και εισοδημάτων.
Από τότε έγινε πιο καθαρή η ανάγκη τεχνολογικής αναβάθμισης των οικονομικών δραστηριοτήτων μας. Έτσι προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που σε συνεργασία με ντόπιες μονάδες θα ανέβαζαν τα τεχνολογικά επίπεδα (πχ μελέτη δημιουργίας τεχνολογικού πάρκου με το Γαλλικό Σοφία-Αντίπολη, δημιουργία Ελεύθερης Βιομηχανικής Περιοχής Λάρνακας, σύναψη Συμφωνιών Οικονομικής/Τεχνικής Συνεργασίας με πολλές Χώρες κι ενθάρρυνση εταιριών τους να εγκατασταθούν στην Κύπρο, σύσταση Οργανισμού Προώθησης Ξένων Επενδύσεων). Παρόλο που τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών δεν ήταν τα αναμενόμενα είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων (πολιτική αστάθεια στην περιοχή) είτε γιατί οι Αρχές κι ο επιχειρηματικός κόσμος δε συνέχισαν τις προσπάθειες, οι προοπτικές υπάρχουν όπως αποδεικνύεται κι από τις πιο πάνω μελέτες. Η Κύπρος τώρα μπορεί πιο εύκολα να φιλοξενήσει με επιτυχία βιομηχανίες τεχνολογικά αναβαθμισμένες γιατί ικανοποιεί τις απαραίτητες προυποθέσεις. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια προγραμματισμένη και συντονισμένη προσπάθεια.